Οι απειλές της Τουρκίας ξεπέρασαν πλέον κάθε ανοχή. Η ένταση, η έκταση, η διάρκεια και η ποικιλία των προκλήσεων, δείχνουν προς την κατεύθυνση μιας επαπειλούμενης σοβαρής κρίσης. Οι λόγοι της τουρκικής συμπεριφοράς πολλοί (γεωπολιτικοί, οικονομικοί, ψυχολογικοί, εσωτερικοί, εξωτερικοί κ.α.). Ο κυρίαρχος όμως λόγος, είναι η εδραιωμένη πεποίθηση της τουρκικής ηγεσίας, ότι η χώρα μας είναι στρατιωτικά εξασθενημένη και επομένως, τώρα είναι η ευκαιρία να προωθήσει τις βλέψεις της σε βάρος μας.
Άλλωστε η ιστορική πραγματικότητα πιστοποιεί ότι, οσάκις η χώρα μας ήταν στρατιωτικά ισχυρή, γίνονταν σεβαστή από εχθρούς και φίλους. Αντίθετα σε περιόδους αμυντικής ανεπάρκειας, όχι μόνο έχασε μεγάλες ευκαιρίες, αλλά υπέστη και οδυνηρές ήττες με εθνικές συμφορές και ταπεινώσεις.
Παρά την διαπίστωση αυτή όμως, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που η Ελλάδα βρέθηκε απροετοίμαστη στρατιωτικά, μπροστά σε ιστορικές προκλήσεις για την υποστήριξη των μικρών, ή μεγαλύτερων εθνικών στόχων που η ίδια έθετε (όπως η Μεγάλη Ιδέα). Και αυτό διότι το πολιτικό σύστημα της νεότερης Ελλάδας, από τα πρώτα του βήματα, σπάνια έθετε το εθνικό συμφέρον πάνω από το κομματικό. Πρωταρχικό μέλημα των κομμάτων ανέκαθεν, ήταν να κρατηθούν στην εξουσία. Γι΄ αυτό έθεταν το κράτος στην υπηρεσία του κόμματος, λεηλατώντας για το σκοπό αυτό τους εθνικούς πόρους και αποσυντονίζοντας τη λειτουργία του δημόσιου τομέα με τις κομματικές τους παρεμβάσεις, καθιστώντας δηλαδή το κράτος λάφυρο στα χέρια των εκάστοτε νικητών των εκλογών.
Η αρχή αυτής της φαυλοκρατικής πολιτικής πρακτικής, ξεκίνησε πολύ νωρίς. Αμέσως μετά τον Καποδίστρια, ο Κωλλέτης πρώτος έστρωσε το δρόμο προς τη φαυλοκρατία, σπέρνοντας βαθειά το σπέρμα της συναλλαγής, της πολιτικής διαφθοράς και της δημαγωγίας στην πολιτική ζωή. Έκτοτε και μέχρι σήμερα, παρότι έγιναν μεγάλες ανακατατάξεις στη χώρα με πολέμους, νίκες, ήττες, διχασμούς, καταστροφές, κινήματα, πραξικοπήματα, εντάξεις σε διεθνείς οργανισμούς και ενώσεις, η πρακτική αυτή όχι μόνον επεβίωσε, αλλά ακολουθήθηκε με συνέπεια από όλα ανεξαίρετα τα πολιτικά κόμματα, με διαφορετικό κάποιες φορές σύνθημα και χρώμα, αλλά τον ίδιο πάντοτε σκοπό. Ο κομματισμός, η πατρωνία, το βόλεμα ημετέρων με παράκαμψη κάθε έννοιας αξιοκρατίας, ηθικής και νομιμότητας, αποτελούν έκτοτε την κορυφαία ρυθμιστική αρχή λειτουργίας του δημόσιου βίου.
Το αποτέλεσμα ήταν πάντοτε ένα μεγάλο, οικονομικά δαπανηρό, αλλά λειτουργικά μη αποτελεσματικό κράτος, με μια κοινωνία διαιρεμένη διαχρονικά σε ισχυρές κομματικές φατρίες (ορεινοί – πεδινοί, βενιζελικοί – αντιβενιζελικοί, βασιλικοί – δημοκρατικοί, συντηρητικοί – προοδευτικοί, αριστεροί – δεξιοί, χίτες – αντάρτες, εθνικόφρονες – κομμουνιστές, έλληνες – μιάσματα, πράσινοι – γαλάζιοι, δικοί μας – δικοί τους, εμείς – αυτοί κλπ κλπ). Αυτές οι πολιτικές πρακτικές, πέραν του ότι κατέστρεφαν τη συνοχή και την ομοψυχία του λαού, καθώς και την εθνική οικονομία, άφηναν παραμελημένες και τις Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας, διαβρώνοντας έτσι, εκ των ένδον την αμυντική της ικανότητά. Γι΄ αυτό, η μικρή Ελλάδα που ιδρύθηκε ως κρατική οντότητα σε ένα υπό διαμόρφωση γεωπολιτικό περιβάλλον, δεν κατάφερε να αξιοποιήσει όλες τις ευκαιρίες που παρουσιάστηκαν, για να γίνει μεγάλη γεωγραφικά, εύρωστη οικονομικά και ισχυρή στρατιωτικά, ώστε να μην εκβιάζεται και να μην αναγκάζεται να προστρέχει διαρκώς σε «προστάτες».
Σε μια σύντομη λοιπόν ιστορική αναδρομή στη νεοελληνική πολεμική ετοιμότητα της χώρας, παρατηρείται ότι, παρότι τις πρώτες πέντε περίπου δεκαετίες του ελεύθερου βίου της η χώρα δεν είχε πολεμική εμπλοκή, εντούτοις δεν επιδόθηκε στην οργάνωση του στρατού της, παρότι οι εθνικοί στόχοι ήταν ενεργοί και επείγοντες και το γεωπολιτικό περιβάλλον ευνοϊκό για την επίτευξή τους. Το πολιτικό σύστημα, προπαγάνδιζε μεν την Μεγάλη Ιδέα, αλλά μόνο για ψηφοθηρικούς σκοπούς, αφού δεν έκαμε καμιά προετοιμασία γι΄ αυτήν. Έτσι το 1877-78 η χώρα δεν μπόρεσε να εκμεταλλευτεί τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο. Το 1885 που η Βουλγαρία προσάρτησε πραξικοπηματικά την Ανατολική Ρωμυλία, η Ελλάδα ήταν απροετοίμαστη να αντιδράσει. Οι θεατρικές κινήσεις πατριωτισμού της κυβέρνησης Δηλιγιάννη με την κήρυξη επιστράτευσης άοπλων ανδρών το 1886 (για “ ειρηνοπόλεμο”), έδειχναν απλώς το δημαγωγικό τρόπο που οι πολιτικοί χειρίζονταν τα εθνικά ζητήματα, αφού η ενέργεια αυτή, αντί να ωφελήσει, επιβάρυνε τον ήδη ασθενή κρατικό προϋπολογισμό και προκάλεσε τον ναυτικό αποκλεισμό της χώρας. Την ίδια μάλιστα περίοδο η Βουλγαρία διέθετε ισχυρό στρατό, που την κατέστησε περιζήτητο εταίρο των τότε Μεγάλων Δυνάμεων.
Χώρα άοπλη η Ελλάδα και πριν τον “ατυχή” πόλεμο του 1897, αλλά και μετά από αυτόν, παρά τις προκλήσεις και τη βάρβαρη προσπάθεια της Βουλγαρίας να αφελληνίσει τη Μακεδονία.
Χρειάστηκε η θυσία του Παύλου Μελά το 1904 και η επανάσταση του 1909 για να αφυπνισθεί το πανελλήνιο και να πιέσει τους πρωθυπουργούς της χώρας να αρχίσουν μια συστηματική πολεμική προετοιμασία, όταν μάλιστα οι λοιπές Βαλκανικές ανταγωνίστριες δυνάμεις, διέθεταν ήδη πολυπληθέστερο και καλύτερα οργανωμένο στρατό.
Το πρόβλημα αντιλήφθηκε έγκαιρα ο Βενιζέλος και σε σύντομο χρονικό διάστημα εξόπλισε τη χώρα και έτσι κατάφερε στους πολέμους του 1912-13, να υπερδιπλασιάσει την επικράτειά της, επωφελούμενος και από τις λαθεμένες πολιτικές επιλογές της Βουλγαρίας, που συντάχθηκε με τους ηττημένους. Και ενώ η εθνική υπόθεση έβαινε ευνοϊκά για τη χώρα, την κρίσιμη στιγμή ήρθε ο “Εθνικός Διχασμός” που το 1916-17 εκφράστηκε με δύο κράτη (Αθηνών και Θεσσαλονίκης). Στις 2 Μαΐου 1919 ο Ελληνικός Στρατός, σε συμφωνία με τους συμμάχους, αποβιβάστηκε στη Σμύρνη και με τη συνθήκη των Σεβρών (28 Ιουλ 1920), η Ελλάδα έγινε “χώρα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών”.
Ωστόσο, ενώ την ίδια περίοδο ο Κεμάλ οργανώνονταν και σημείωνε στρατιωτικές επιτυχίες στην Αρμενία και αλλού, ο ελληνικός στρατός φθείρονταν, αφενός από τις διαδοχικές εκκαθαρίσεις των στελεχών του (Βασιλικών και Βενιζελικών) ως συνέπεια του διχασμού, αφετέρου από την πτώση του ηθικού λόγω της μακροχρόνιας εκστρατείας στη Μ. Ασία και επιπρόσθετα, λόγω της αδυναμίας της κυβέρνησης να υποστηρίξει επαρκώς τον πόλεμο οικονομικά. Τα γεγονότα αυτά συνέβαλλαν στην αλλαγή των γεωπολιτικών δεδομένων της περιοχής και μαζί στην αλλαγή στάσης των συμμάχων. Έτσι, η χωρίς σαφή στρατηγικό στόχο εκστρατεία στη Μ. Ασία, παρά τις αρχικές νίκες του ελληνικού στρατού, κατέληξε στη Μικρασιατική καταστροφή με άμεσα οδυνηρά επακόλουθα, αφενός το ξερίζωμα του Ελληνισμού της Μ. Ασίας και αφετέρου, την ανατροπή της συνθήκης των Σεβρών και την αντικατάστασή της με τη συνθήκη της Λωζάνης στις 24 Ιουλ 1923.
Όταν αργότερα ήχησαν τα τύμπανα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η χώρα δεν είχε ακόμα συνέλθει από την τιτάνια προσπάθεια υποδοχής και αφομοίωσης του ενός και μισού εκατομμυρίου Ελλήνων προσφύγων της Μικράς Ασίας. Παρά ταύτα η Ελλάδα, ανταποκρίθηκε και με το υψηλό φρόνημα, τη γενναιότητα και ομοψυχία λαού και στρατού, έγραψε το ηρωικό έπος του 1940. Και όμως, η ενωμένη στο μέτωπο Ελλάδα, βρέθηκε και πάλι βαθειά διχασμένη, καθότι οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας, δεν κατάφεραν να οργανώσουν μια ενιαία αντίσταση κατά του εισβολέα στη διάρκεια της κατοχής. Το αποτέλεσμα ήταν, μετά την υποχώρηση των κατακτητών, η χώρα να εμπλακεί σε έναν εμφύλιο σπαραγμό, συνεχίζοντας τώρα την αυτοκαταστροφή της, όταν οι υπόλοιποι λαοί της Ευρώπης με τον αέρα της νίκης κατά του ναζισμού, επιδίδονταν στην αποκατάσταση των πληγών του πολέμου
Μεταπολεμικά, η κοινωνικά τραυματισμένη, πολιτικά διχασμένη, οικονομικά και υλικά κατεστραμμένη Ελλάδα, επιδόθηκε να κλείσει τις πληγές των πολέμων, παρότι το πολιτικό τοπίο παρέμεινε διαρκώς ταραγμένο και συνέχισε να λειτουργεί με τις προπολεμικές φαυλοκρατικές και διχαστικές για το λαό αρχές, που ευνόησαν την εκδήλωση είκοσι και πλέον (επιτυχημένων και μη) κινημάτων, ανταρσιών, πραξικοπημάτων και δικτατοριών, και δημιούργησαν επιπλέον προβλήματα στον ομαλό πολιτικό βίο, αλλά και στα εθνικά θέματα της νεότερης Ελλάδας.
Στα εθνικά ζητήματα, μεταπολεμικά κυριάρχησαν τα Ελληνοτουρκικά. Παρότι οι δύο χώρες εντάχθηκαν μαζί στο ΝΑΤΟ (1952), δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που οι σχέσεις τους οδηγήθηκαν σε κρίση, με κυρίαρχο ζήτημα αρχικά το Κυπριακό.
Για το λόγο αυτό η χώρα μας, συντηρούσε μια αναλογικά σταθερή ισορροπία στρατιωτικών δυνάμεων, σε σχέση με την Τουρκία. Μετά την εισβολή στην Κύπρο όμως το 1974, εντάθηκαν και πολλαπλασιάστηκαν οι Τουρκικές διεκδικήσεις (Ελληνοτουρκικές διαφορές) και άρχισε ένας εξοπλιστικός ανταγωνισμός. Η χώρα μας προμηθεύτηκε σύγχρονα οπλικά συστήματα, που, παρά τις σκιές αδιαφάνειας των προμηθειών που διαπιστώθηκαν, κατέστησαν τις επιχειρησιακές δυνατότητες των ΕΔ, αρκούντως αποτρεπτικές των σχεδίων του αντιπάλου.
Στην πολιτική ζωή όμως, η Μεταπολίτευση δεν κατάφερε να επιβάλλει ένα νέο ήθος. Αποκαταστάθηκε μεν ομαλά η Δημοκρατία, αλλά μαζί αναπαλαιώθηκε και το πολιτικό σύστημα, οι δε δημαγωγικές πρακτικές παρέμειναν, εμπλουτισμένες μάλιστα με επιπλέον αποχρώσεις. Οι πολιτικές ηγεσίες αντί να λύσουν, θώπευαν τα επιδεινούμενα εθνικά ζητήματα (χωρικά ύδατα, αιγιαλίτιδα ζώνη, ΑΟΖ, μειονότητες, εναέριος χώρος κλπ) και τα άφηναν στους επόμενους, με αποτέλεσμα αυτά να διογκώνονται, με συχνές μικρής έντασης μέχρι σήμερα κρίσεις, μερικές από τις οποίες όμως, άφησαν οδυνηρό αποτύπωμα για τη χώρα (Ίμια), αλλά και τη βεβαιότητα, πως θα έλθει και η ώρα της “μεγάλης έκρηξης”.
Αλλά, ακόμα και το σημαντικότερο γεγονός της μεταπολιτευτικής περιόδου, η πανηγυρική ένταξη της χώρας στην ΕΕ και αργότερα στην Ευρωζώνη, υπονομεύθηκε από το ίδιο πολιτικό σύστημα, που δημαγωγικά, την παρουσίασε ως “παχιά αγελάδα”, που θα μας αύξανε τα εισοδήματα χωρίς αύξηση της παραγωγής. Και το χειρότερο, με τις δημαγωγικές πρακτικές του, το ίδιο πολιτικό σύστημα, οδήγησε μόλις πρόσφατα τη χώρα σε μια καταστροφική οικονομική χρεοκοπία (οικονομική κρίση 2010-2019), από την οποία θα χρειασθεί πολλές δεκαετίες να συνέλθει.
Και αυτό, σε μια περίοδο που οι συνθήκες ήταν καθ’ όλα ευνοϊκές για μια αλματώδη ανάπτυξη και οικονομική πρόοδο. Αντί της προόδου λοιπόν, η χώρα χρεοκόπησε, διασύρθηκε, ταπεινώθηκε, χρεώθηκε με όρους δυσβάστακτους και τέθηκε υπό την οικονομική διαχείριση των δανειστών της. Θύμα της χρεοκοπίας μεταξύ όλων των άλλων και η αμυντική ικανότητα της χώρας. Οι ΕΔ παραμελήθηκαν στην δεκαετή διάρκεια της κρίσης και αποδυναμώθηκαν, αφήνοντας έτσι χώρο στην Τουρκία όχι μόνο να απειλεί ανοικτά, αλλά και να “χειροδικεί” σήμερα κατά της Ελλάδος και της Κύπρου.
Είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό μάλιστα το ότι η αμυντική θωράκιση της χώρας, θυσιάστηκε στο βωμό δημαγωγικών και αφελών πολιτικών διλημμάτων, όπως το “κανόνια ή βούτυρο” ή “για κοινωνικές και λοιπές παροχές ”. Και τούτο, παρότι είναι αυτονόητο ότι χωρίς εθνική ασφάλεια, ούτε βούτυρο, ούτε κοινωνικές παροχές, ούτε επενδύσεις, ούτε ανάπτυξη μπορούν να υπάρξουν, ενώ ταυτόχρονα διακυβεύεται και αυτή η εθνική ακεραιότητα. Άλλωστε δεν ήταν οι αμυντικές δαπάνες που χρεοκόπησαν τη χώρα, καθότι αυτές αποτέλεσαν ένα ελάχιστο ποσοστό του πακτωλού των κονδυλίων που εισέρευσαν στη χώρα, τόσο από την ΕΕ, όσο και από τον υπέρογκο δανεισμό της.
Εξ αιτίας αυτών των αδυναμιών πάντως, η αντίδραση της χώρας στις τουρκικές απειλές, για μεγάλο χρονικό διάστημα περιορίστηκε σε πληθωρικά μηνύματα και διαγγέλματα, ενίοτε δε και σε αφελείς λεονταρισμούς, επικαλούμενη κατά κόρον τη δικαιοσύνη, παρότι είναι ιστορικά γνωστό, που επιβεβαιώνεται και καθημερινά, ότι κανείς στην γεωπολιτική σκακιέρα, δεν θυσιάζει το συμφέρον του, χάριν της δικαιοσύνης. Το δίκαιο πρέπει να υποστηρίζεται και από την ισχύ των ΕΔ της χώρας, για να επιβιώσει. Η στρατιωτική ισχύς, είναι αυτή που θα δώσει δύναμη στη φωνή της διπλωματίας και θα κρατήσει τους ισχυρούς συμμάχους στο πλευρό μας. Τελευταία βέβαια και αφού οι Τούρκοι, ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο περιφρόνησης του Διεθνούς Δικαίου (συμφωνία με Λιβύη κλπ), άρχισε να κινείται η διπλωματία της χώρας και να αναζητούνται τρόποι ενίσχυσης των επιχειρησιακών δυνατοτήτων των ΕΔ, προσπάθειες όμως που δεν μπορούν να αποδώσουν άμεσα.
Το συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι, στη νεοελληνική πολιτική διαδρομή της χώρας, έγιναν πολλά και σοβαρά πολιτικά λάθη που έβαλαν σε μεγάλες περιπέτειες την χώρα και τον ελληνισμό. Περισσότερο ανησυχητικό όμως είναι ότι, οι πολιτικοί δεν διδάχθηκαν τίποτα από τα λάθη τους και συνεχίζουν με τις ίδιες πρακτικές τους, να οδηγούν τη χώρα από κρίση σε κρίση. Ακόμα και σήμερα που η χώρα βρίσκεται σε τροχιά πολλαπλής φθοράς (οικονομικής, κοινωνικής, πληθυσμιακής, ακόμα και εδαφικής), δεν γίνεται κανένας ομόθυμος και πειστικός χειρισμός ανακοπής αυτής της πορείας.
Ήδη προετοιμαζόμαστε για τον εορτασμό της επετείου των διακοσίων χρόνων του ελεύθερου νεοελληνικού κράτους. Ας ελπίσουμε ότι δεν θα περιορισθούμε για άλλη μια φορά σε ωραιοποιήσεις, αυτοεπαίνους, με ανεύθυνες, ανέξοδες και ανεκπλήρωτες υποσχέσεις. Αυτό που αρμόζει αυτήν την ώρα, είναι ο προβληματισμός, η περίσκεψη και η περισυλλογή. Να μελετήσουμε και να αντλήσουμε τη χαμένη μέχρι σήμερα σοφία που κρύβουν τα λάθη και τα πάθη των δύο αιώνων της ελεύθερης πορείας μας.
Είναι η ευκαιρία να κάνουμε μια ειλικρινή αυτοκριτική για το παρελθόν όλοι οι Έλληνες με προεξάρχοντες τους πολιτικούς και να αποφασίσουμε, τί Ελλάδα θέλουμε για το μέλλον. Να απελευθερώσουμε πραγματικά το κράτος από τον σφικτό εναγκαλισμό των κομμάτων, να κατοχυρώσουμε στην πράξη την αξιοκρατία, να βελτιώσουμε την ποιότητα των πολιτικών μας, να πείσουμε και να πεισθούμε ότι είναι χρέος και συμφέρον όλων των Ελλήνων, να θέσουμε το ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ, πάνω από το κομματικό και το ατομικό. Και πάνω από όλα, να δεσμευτούμε ότι όλοι είμαστε πρόθυμοι, να υπερασπισθούμε με κάθε θυσία αυτήν την πατρίδα που θέλουμε. Για να αφήσουμε έτσι και στις επόμενες γενιές των Ελλήνων το χώρο να γιορτάζουν και αυτοί την Ελλάδα.
5 Μαρτίου 2020 – Απτχος (Ι) ε.α. Γεώργιος Πιστιώλης