Γεωπολιτικοί συνειρμοί . . .
Και η Ελλάδα της Μελούνας . . . διπλασιάζεται!
του Απτχου (Ι) ε.α. Γρηγορίου Νούσια της 39ης Σειράς Ιπταμένων
Χαράματα της 5ης Οκτωβρίου 1912, εκδίδεται η πρώτη διαταγή επιχειρήσεων. Και οι Ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις εισέρχονται σε εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ναι, ήταν η Γερμανία που την άνοιξη του έτους αυτού, όταν διαπίστωσε ότι ο μεγάλος ασθενής του Ανατολικού Ζητήματος δεν έχει πια μέλλον, και με το αειθαλές όνειρο να κατέβει στη Μεσόγειο, υπέδειξε στη Σερβία, Βουλγαρία και Μαυροβούνιο να συμμαχήσουν εναντίον της Αυτοκρατορίας. Εκείνη την εποχή η Ελλάδα ήταν μία χώρα που δεν ενέπνεε εμπιστοσύνη στους Ευρωπαίους. Είχε προηγηθεί και το “μαύρο .97”.
Αλλά ο Βενιζέλος, που τον είχε φέρει στην Ελλάδα η Επανάσταση στο Γουδί, το 1909, σε σύσκεψη υπό τον διάδοχο Κωνσταντίνο, παρουσία και του Βασιλέως Γεωργίου Α’, θα δηλώσει ότι η Ελλάδα είναι πολλαπλώς θωρακισμένη, διπλωματικά και στρατιωτικά. Είχε προστεθεί στη στρατιωτική της ισχύ το θωρηκτό «Αβέρωφ» καθώς και τέσσερα αεροπλάνα – το νέο όπλο της εποχής. Δύο δε εικοσιτετράωρα αργότερα, και αφού είχαν προηγηθεί συνεννοήσεις με τις «γείτονες φιλικές και συμμαχικές πλέον χώρες», στέλνουν κοινό τελεσίγραφο στην Πύλη σχετικά με τις μειονότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Πρόκειται για τη «διακοίνωση των τεσσάρων χριστιανικών κρατών». Συγχρόνως δε κηρύσσουν γενική επιστράτευση. Το τελεσίγραφο, που έληγε στις εννέα Οκτωβρίου, απορρίπτεται αυθωρεί, και ο Α’ Βαλκανικός πόλεμος αρχίζει.
«Βρισκόμαστε στις παραμονές μεγάλων γεγονότων και η πατρίδα μας απαιτεί από τα τέκνα της πιστή και εύορκον εκπλήρωση των καθηκόντων τους», θα πει ο μέραρχος στους άνδρες της Μεραρχίας του, που τον ακούνε μέσα σε βιβλική γαλήνη και αβραμιαία σιωπή. Και η πρώτη είσοδος προς το τουρκικό έδαφος εκβιάζεται από το σταθμό στο Ελευθεροχώρι Ελασσόνας, πιο δω η Μελούνα, ώρα εννέα και τέταρτο το πρωί, με ουρανό κρυσταλλένιο, ημέρα και ώρα ιστορική. Με το Γενικό Στρατηγείο να πληροφορεί ότι οι Βούλγαροι προχωρούν και οι Σέρβοι πανηγυρίζουν νίκες. Ζήτω η Συμμαχία!
Πέντε πλήρεις μεραρχίες έχει στη διάθεσή του ο Αρχιστράτηγος, Διάδοχος τότε, Κωνσταντίνος, καθώς και δύο ευζωνικές ταξιαρχίες και μία ταξιαρχία ιππικού, περίπου ενενήντα χιλιάδες στρατός, με τέσσερα συντάγματα πεδινό πυροβολικό και δύο μοίρες ορειβατικό. Πανικός στις τάξεις των τούρκων στρατιωτών, πανικός και στις οθωμανικές κοινωνίες της περιοχής. Ενθουσιασμός στους ελληνικούς πληθυσμούς, δοξολογίες στις εκκλησίες. Μετά από είκοσι δύο ημέρες μάχες στο Σαραντάπορο, στα περίφημα Στενά της Πόρτας και στην Ελασσόνα, ο Κωνσταντίνος εισέρχεται στην ομώνυμη πόλη της Μακεδονίας στις είκοσι επτά του Οκτώβρη το πρωί. Αποθέωση, με ατέλειωτες ζητωκραυγές και αδιάκοπο τουφεκίδι.
Πιο πέρα ο δρόμος διακλαδίζεται. Το αριστερό σκέλος οδηγεί προς Κοζάνη και εκείθεν προς Μοναστήρι, το δε άλλο προς Βέροια και Θεσσαλονίκη. Το έθνος στο σταυροδρόμι της Ιστορίας. Πού θα οργάνωνε την καινούργια του άμυνα ο Ταχσίν πασάς, ο αρχιστράτηγος των Τούρκων; Οι ελληνικές δυνάμεις είχαν αναπτυχθεί με τέτοιο προσανατολισμό ώστε εύκολα θα μπορούσαν να πάρουν οποιαδήποτε κατεύθυνση απαιτούσε η τακτική κατάσταση, με τον Κωνσταντίνο αποφασισμένο να τραβήξει για το Μοναστήρι. Αυτό του υπαγόρευε το στραταρχικό ένστικτο, ίσως και η τακτική κατάσταση της στιγμής. Αλλά, είναι κανόνας, όσα γνωρίζει η πολιτική ηγεσία δεν μπορεί να τα γνωρίζει η στρατιωτική, σε όλους τους τομείς και σε όλες τις περιόδους.
“Ο Βούλγαρος στρατηγός Τεοντορώφ, διοικητής μεραρχίας, είχε πάρει διαταγή να εισχωρήσει στη Μακεδονία και να καταλάβει τη Θεσσαλονίκη πριν προλάβει να την ελευθερώσει ο ελληνικός στρατός”. Αυτή ήταν η πληροφορία που δόθηκε στην ελληνική κυβέρνηση από τον Έλληνα ιατρό Νίκογλου που είχε επιστρατευθεί ως Βούλγαρος έφεδρος αξιωματικός. Το ελληνικό έθνος του οφείλει αιώνια ευγνωμοσύνη. Και ευθύς ο υπουργός Εξωτερικών, Κορομηλάς, τηλεγραφεί στον: «Α.Β. Υψηλότητα Διάδοχο Κωνσταντίνο. Φρονώ όπως καταληφθεί τάχιστα Θεσσαλονίκη ίνα μη ημέτερα αποτελέσματα έλθωσι πολύ ύστερον αποτελεσμάτων συμμάχων». Τι σου είναι αυτή η διπλωματική γλώσσα! Και ο Κωνσταντίνος στα κάγκελα . . .
Ακολουθεί αμέσως τηλεγράφημα του ίδιου του Βενιζέλου υπό μορφή διαταγής:
«Α.Β.Υ. Διάδοχον Κωνσταντίνον. Παρακαλώ να έχετε υπόψη ότι σπουδαίοι πολιτικοί λόγοι επιβάλλουσι να ευρεθώμεν μίαν ώραν ταχύτερον εις Θεσσαλονίκην. Γνωρίστε μου διεύθυνσιν προελάσεως της Στρατιάς».
Και ο Κωνσταντίνος θα απαντήσει ως φιλότιμος στρατιώτης αλλά και με έκδηλη την αγανάκτηση: «Η κατεύθυνση της υποχωρήσεως και οι προθέσεις του πολεμίου θα κανονίσουν την προέλαση και την κατεύθυνση της υπ’ εμέ στρατιάς. Να παύσει του λοιπού η Κυβέρνηση αναρμοδίως γνωματεύουσα και εκ του μακρόθεν αναμιγνυόμενη στις πολεμικές επιχειρήσεις». Με το πνεύμα του Κωνσταντίνου συντάχθηκαν και οι αξιωματικοί του Γενικού Επιτελείου που ο ίδιος ο Βενιζέλος είχε διορίσει.
Αλλά στα χωριά και τις πόλεις της Μακεδονίας, εκτός από τους πολέμιους, είναι και ο Οθωμανικός όχλος, με τους μπέηδες να προσπαθούν να τους καταπραΰνουν και να προλάβουν αντεκδικήσεις εναντίον των χριστιανών ερχόμενοι σε συνεννόηση με τους Έλληνες πρόκριτους στους οποίους είχαν εξομολογηθεί ότι, αν εξασφαλιζόταν η περιουσία τους, αδιαφορούσαν τελείως για το ποιοι θα πιάνανε τους οφειλέτες τους, δηλαδή, οι χωροφύλακες του σουλτάνου Μωάμεθ του Ε’ ή του βασιλιά Γεωργίου του Α’. Μπέηδες και πρόκριτοι να συμφωνούν ότι ο τούρκικος όχλος, αν δεν του υποδαυλίσεις το θρησκευτικό του συναίσθημα, είναι πρόθυμος να υποστεί φοβερές δοκιμασίες με φιλοσοφική απάθεια. Και όσο του αρέσει να επιβάλλει τη δύναμή του και τη θέλησή του, άλλο τόσο ξέρει να σέβεται και να υπομένει καρτερικά τη δύναμη του άλλου. Ο Τούρκος, νικημένος, είναι ο πιο πειθήνιος άνθρωπος. Αυτός ο όχλος ο τουρκικός, από τα πεζοδρόμια και τα σταυροδρόμια έβλεπε με την περιέργεια θεατών κινηματογραφικής ταινίας την ελληνική στρατιά να προελαύνει.
Κατεύθυνση Γιαννιτσά. Έτσι, σε παράλληλες στήλες, κινούνται οι μεραρχίες μας, και όταν έρθει η στιγμή θα ανοίξουν σε σχήμα κολοσσιαίας τανάλιας, για να σφίξουν έπειτα και να συντρίψουν τον εχθρό, με πρώτη επιτιθέμενη τη 2η Μεραρχία του θρυλικού στρατηγού Καλλάρη. Σε λίγο αρχίζει και η μονομαχία των κανονιών. Θέαμα και άκουσμα επιβλητικό και αποτρόπαιο. Εκατοσταριές οβίδες ουρλιάζουν πάνω στους λόφους. Ο αέρας καίγεται και το διάστημα δονείται. Και ο πόλεμος, αυτός ο αδυσώπητος αγώνας ως την τελική εξόντωση, να μοιάζει με νόμο της φύσεως, σαν μια ανάγκη φυσική και αναπότρεπτη, που στέκεται πάνω από τις επιταγές του λογικού.
Οι αντίπαλοι μας, νηστικοί τρεις μέρες, και προβλέποντας την επερχόμενη μοιραία ήττα τους, αυτοί οι στρατιώτες μιας μεγάλης αυτοκρατορίας με συνεχείς νίκες και κατακτήσεις, άρχισαν να αποζητούν ηθικό καταφύγιο στον αναλλοίωτο μύθο της προδοσίας. Πάμε, πάμε να φύγουμε, έλεγαν, γιατί οι μεγάλοι μας πρόδωσαν, αυτοί πούλησαν τη Μακεδονία στους άπιστους. Αλλά ήσαν και οι ιδεολογικές διαφορές. Οι Παλαιότουρκοι, πιστοί του Χαμίτ, μισούσαν τους Νεότουρκους του Μωάμεθ Ε’ ως σφετεριστές, που είχαν μειώσει την ενότητα και μαχητικότητα του Αυτοκρατορικού στρατού. Και οι δεύτεροι να κατηγορούν τους πρώτους ως ξύλα απελέκητα και αμύητους στη γερμανική τακτική και πολεμική τέχνη. Είναι γεγονός ότι όλοι τους αγωνίστηκαν με τον ηρωισμό της απελπισίας.
Αλλά σε λίγο, δυνατοί και συνεχείς αλαλαγμοί σήμαναν την είσοδο του Κωνσταντίνου στην πόλη, του ξανθού στρατηλάτη, με όλο το επιτελείο του, Δαγκλής, Δούσμανης, Λεβίδης, Μεταξάς κ.α. Η Τουρκία συντριβόταν. Και οι σάλπιγγες της Στρατιάς καλούσαν το πρωί της εικοστής δευτέρας Οκτωβρίου σε προετοιμασία για προέλαση κατά της Θεσσαλονίκης. Μέσα σε δέκα πέντε ημέρες είχαν διατρέξει πάνω από τριακόσια χιλιόμετρα, σε εξαιρετικά δύσβατα εδάφη, με όχι φιλικές μετεωρολογικές συνθήκες, και με λίγη μουχλιασμένη γαλέτα. Και οπωσδήποτε με αρκετές στάσεις για να θάψουν τους πολλούς υπέρ πατρίδας πεσόντες. Άγνωστη εκείνη η δύναμη που τη λέμε Μοίρα. Αθάνατε Έλληνα φαντάρε! Πόσες φορές σε ψιθύρισαν τα χλωμά χείλη της Ιστορίας! Η πατρίς ευγνωμονούσα.
Στις είκοσι πέντε του Οκτώβρη, η στρατιά διαβαίνει τον Αξιό με αξιώσεις για την κατάληψη της Θεσσαλονίκης. Ο εχθρός σε κατάσταση αληθινά απελπιστική. Τούρκοι στρατιώτες πειναλέοι και εξαντλημένοι πουλούν τα όπλα τους για ένα κομμάτι ψωμί. Και στο νου του στρατηγού Χασάν Ταχσίν πασά στριφογυρίζει η σκέψη να παραδώσει την πολιτεία. Οι προφυλακές σε απόσταση εκατό μέτρων από τους Τούρκους διπλοσκοπούς. “Βλεπόμαστε στα μάτια, δεν ανταλλάσσομε όμως τουφεκιές”, θα αναφέρει ο επικεφαλής των προφυλακών μας. Η κόπωση και οι στερήσεις είχαν αδερφώσει τους αιώνιους αντίπαλους.
Έτσι, το απόγευμα της εικοστής έκτης, ο πρώτος απεσταλμένος του Ταχσίν έκανε γνωστό ότι ακολουθούσε το Προξενικό Σώμα και ο φρούραρχος της Θεσσαλονίκης, Σεφίκ πασάς, για να συζητήσουν με τον Κωνσταντίνο τους όρους της παράδοσης. Χρειάστηκε να σταλεί και δεύτερος και τρίτος κήρυκας. Οι όροι έγιναν δεκτοί. Ο Ταχσίν υπέγραψε με βουρκωμένα μάτια. Ξημέρωνε Κυριακή και οι Θεσσαλονικείς προετοιμάζονταν για την υποδοχή των νικητών. Ήταν η εκπλήρωση ενός πόθου που έμοιαζε με άπιαστο όνειρο. Ο Γεώργιος περίμενε στο σταθμό του Γιδά το άγγελμα ότι παραδόθηκε η Θεσσαλονίκη ή ότι έπεσε μετά από μάχη, έχοντας στην τσέπη του μανύα του δεύτερο τηλεγράφημα του πρωθυπουργού που καθιστούσε υπεύθυνο προσωπικά τον Κωνσταντίνο για κάθε βραδύτητα στην κατάληψη της πρωτεύουσας της Μακεδονίας. Νέα αιτία προστριβής μεταξύ των δύο ανδρών. Στην ψύχραιμη απάντησή του, ο Κωνσταντίνος παρακαλούσε τον Βενιζέλο να πάψει να του υπενθυμίζει τις ευθύνες του ως αρχιστρατήγου, γιατί έχει πληρέστερη τη συναίσθησή του. “Και απόδειξη το αποτέλεσμα”. Ναι, η Θεσσαλονίκη είχε ελευθερωθεί. Όμως . . .
Δύο μέρες αργότερα, ο Βούλγαρος μέραρχος, στρατηγός Θεοδωρώφ, παρουσιάζεται στον Κωνσταντίνο, ο οποίος, με τη λεβεντιά του και την καλή του πίστη, κάνει δεκτό το αίτημα για είσοδο στη Θεσσαλονίκη ενός βουλγαρικού συντάγματος για ξεκούραση. Τελικά τριάντα οκτώ χιλιάδες γλίστρησαν σιγά σιγά στην πόλη και χρειάστηκε κόπος και αποφασιστικότητα για να τους μεταφέρουν με συνοδεία στο Δεδεαγάτς. Τότε, με τον ήλιο να βυθίζεται στα ήρεμα νερά του Θερμαϊκού, φθάνει η είδηση ότι σαράντα χιλιάδες Τούρκοι, όλος ο στρατός της Βόρειας Μακεδονίας, παραδόθηκε στους Σέρβους. Και στην Αθήνα αρχίζουν οι διαδηλώσεις να παύσει ο πόλεμος. Θα χρειαστούν όμως κάποιοι μήνες ακόμα, δυσκολότεροι και πιο αιματηροί!
Είμαστε στις τρείς του Δεκέμβρη 1912. Ο ανθυποπλοίαρχος Κολιαλέξης ανεβαίνει στο πρωραίο θωράκιο του “Αβέρωφ” για να παρατηρήσει με το διαστημόμετρο τους καπνούς που φάνηκαν από τα Δαρδανέλια. “Είναι πολεμικά πλοία, πιθανότατα ο εχθρός, θα διαμηνύσει”. Ο ναύαρχος Κουντουριώτης ενημερώνει σχετικά τη μοίρα των αντιτορπιλικών, τη μοίρα των θωρηκτών και τα τέσσερα θωρηκτά που συνοδεύουν τη ναυαρχίδα, και γράφει το ιστορικό σήμα με το οποίο ξεκίνησε η ναυμαχία της Έλλης που άλλαξε την πορεία της ιστορίας μας, «Με την δύναμιν του Θεού και τας ευχάς του Βασιλέως και εν ονόματι του δικαίου, πλέω μεθ’ ορμής ακαθέκτου και με την πεποίθησιν της νίκης εναντίον του εχθρού του Γένους». Στις εννιά και πέντε ο Κουντουριώτης ύψωσε το προειδοποιητικό σήμα, «Αρχίσατε πυρ ομού μετά του ναυάρχου». Στις έντεκα και μισή εχθρός δεν υπάρχει πια. Η προσωπική του παλληκαριά είχε παίξει αποφασιστικό ρόλο στην ήττα του τουρκικού στόλου. Τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου ελευθερώνονται. Και ο αεροπόρος Μωραϊτίνης, που είχε μεταφέρει κάποτε με το αεροπλάνο του τον ναύαρχο στην Ύδρα, θα δηλώσει, «Ο πιο άφοβος Έλληνας που έχω γνωρίσει στη ζωή μου είναι ο Κουντουριώτης».
Και ο «Στρατός Ηπείρου», που δεν είναι ούτε καν μεραρχία, υπό τον Σαπουτζάκη, έχει αναλάβει μάταια την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, που βρίσκονται υπό τουρκικό ζυγό από το 1430, παρακαλώ, είκοσι τόσα χρόνια πριν από την Άλωση. Είχε ξεκινήσει και αυτός την εθνική προσπάθεια στις έξι Οκτωβρίου και με απελευθερωτικά πηδηματάκια – Άραχθος, Γρίμποβο, Φιλιππιάδα, Πρέβεζα, Πέντε Πηγάδια, Πεστά – βρέθηκε να αντικρίζει το περιβόητο Μπιζάνι, ένα μεγάλο περιχαρακωμένο στρατόπεδο, με σχέδια Γερμανών αξιωματικών, με περίμετρο πενήντα χιλιομέτρων, με εκατόν εννέα κανόνια, που έγινε θρύλος και απέμεινε αξέχαστη σελίδα στην πολεμική μας ιστορία. Το Μπιζάνι έκανε τα Γιάννενα απόρθητη πολιτεία.
Η εβδόμη του Γενάρη 1913 ξημέρωσε με λαμπρή ξαστεριά, έμοιαζε ανοιξιάτικη μέρα, και ο Σαπουτζάκης προστάζει την πρώτη συστηματική και πιο αποφασιστική επίθεση. Το Μπιζάνι απαντά με όλα τα πυροβολεία του. Ο ταγματάρχης Βελισσαρίου γίνεται ταυτόσημος με την τόλμη, την ανδρεία και το εθνικό φιλότιμο. Θρύλος. Η επίθεση αποκαρδιωτικά άκαρπη, γενικώς. Η απογοήτευση στο ελληνικό στρατόπεδο δεν θα κρατήσει περισσότερο από είκοσι τέσσερις ώρες. Την επομένη, οκτώ του Γενάρη, οι επιχειρήσεις θα πάρουν τη μορφή καθαρά πολιορκητικού πολέμου, που τερματίστηκε με μια λαμπρή στρατηγική επίθεση, με τον διάδοχο Κωνσταντίνο παρόντα, παίρνοντας την αρχιστρατηγία της Στρατιάς Ηπείρου, που εν τω μεταξύ ενισχύεται σημαντικά. Εκεί και το Κρητικό τάγμα αποτελούμενο κυρίως από εθελοντές φοιτητές. Από τους χίλιους τετρακόσιους εβδομήντα άντρες έμειναν στο τέλος τετρακόσιοι πενήντα επτά. Ξέχειλη η ευγνωμοσύνη των Ηπειρωτών προς την ηρωική Κρήτη.
Ο Βενιζέλος, επί κεφαλής της ελληνικής διπλωματικής αντιπροσωπείας, στην αποστολή και ο Ιωάννης Μεταξάς, είχε φύγει για τη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου, όπου άρχιζε η μάχη για τη μοιρασιά της Μακεδονίας, κυρίως μεταξύ Ελλάδος και Βουλγαρίας. Χρέη προέδρου είχε αναλάβει ο υπουργός των Εξωτερικών, Λάμπρος Κορομηλάς, ο οποίος, σε συνεννόηση με τον Πρωθυπουργό, διορίζει τον Κωνσταντίνο Αρχηγό και του Στρατού Ηπείρου. «Μεγαλειότατε, είμαι στρατιώτης και Έλλην πολίτης και οφείλω υπακοήν εις τας διαταγάς της Κυβερνήσεως της Υμετέρας εμπιστοσύνης. Θα δεχθώ τον διορισμό μου και θα μεταβώ αμέσως εις την Ήπειρον», αναφέρει σε τηλεγράφημα προς τον πατέρα του, Γεώργιο Α’, ο οποίος είχε επιφυλάξεις για αυτόν τον διορισμό του γιού του. Η κοινή γνώμη απαιτούσε την απελευθέρωση της Ηπείρου.
Έρχεται στην Ήπειρο, μετά την επιστροφή του από το Λονδίνο, και ο ίδιος ο Βενιζέλος. Ανεβαίνει στον Προφήτ’ Ηλία, όπου το στρατηγείο του αρχηγού του πυροβολικού, και αποκτά ιδίαν αντίληψη του τι σημαίνει “Μπιζάνι”. Ξεναγήθηκε από τον άριστο υπολοχαγό Χαβίνη, αργότερα στρατηγός, βουλευτής Πρεβέζης και υπουργός. Όταν επέστρεψε στο Εμίν Αγά, όπου το στρατηγείο του Κωνσταντίνου, πήρε ιδιαιτέρως τον Δούσμανη, τον επιτελάρχη, για να του κάνει την απροσδόκητη ερώτηση, “Σας παρακαλώ να μου πείτε απεριφράστως αν είναι δυνατή η άλωσις του Μπιζανίου και η κατάληψις των Ιωαννίνων”. Το Μπιζάνι έπεσε. Και είναι αξιέπαινη η απεγνωσμένη άμυνα που πρόβαλαν οι Τούρκοι, ενώ γνώριζαν ότι Τουρκικό κράτος για την Ευρώπη δεν υπήρχε πλέον και ότι μόλις κρατιόταν η σκιά του στην Κωνσταντινούπολη. Και σεβασμός οφείλεται στους αρχηγούς τους, στον Εσάτ πασά και τον αδερφό του, τον Βεχήπ, ελληνικής καταγωγής, το γένος Γλυκά, με άπταιστα ελληνικά και στο βάθος φιλέλληνες. Το Μπιζάνι έπεσε με σχέδιο που είχε καταρτίσει ο λοχαγός τότε Ιωάννης Μεταξάς, ο οποίος είχε συντάξει και όλες τις λεπτομερείς διαταγές προς τις μαχόμενες μονάδες, που είχαν ως προϋποθέσεις την εχεμύθεια, την παραπλάνηση και την ταχεία εκτέλεση. Στις είκοσι μία Φεβρουαρίου 1913 έγινε η γενική επίθεση. Η περιγραφή των επιχειρήσεων χωράει κάπου μεταξύ θρύλου και πραγματικότητας.
«Περί την μεσημβρίαν, η πραγματική κόλαση πυρός επί του Μπιζανίου καθιστά αδύνατη την παραμονή μου εκεί και αναγκάστηκα να το εκκενώσω. Όταν πλησίασα στις παρυφές τις πόλεως άκουσα αίφνης “αλτ” . . . “τις ει” ! Ήταν οι διπλοσκοποί των ευζώνων του Βελισσαρίου. Έκαμα μεταβολή και με καλπασμό τράπηκα σε φυγή». Κάπως έτσι περιγράφει τις τελευταίες στιγμές ο αρχηγός της άμυνας του Μπιζανίου, Βεχήπ μπέης, απόφοιτος της Στρατιωτικής Ακαδημίας του Βερολίνου, όπως και ο Ιωάννης Μεταξάς. Αναλογίσθηκε τις συμφορές που θα ακολουθούσαν και εισηγήθηκε στον Εσάτ πασά, παράδοση. Οι κήρυκες έφθασαν στο Εμίν Αγά, συνοδευόμενοι από τον Βελισσαρίου, ο οποίος είχε τηλεφωνήσει πριν, “Οι Τούρκοι παραδίνονται”! Ο Κωνσταντίνος δεν δέχεται καμία διαπραγμάτευση και απαιτεί παράδοση άνευ όρων. Το πρωτόκολλο της παράδοσης θα υπογραφτεί, με εντολή του Κωνσταντίνου, από τον Ιωάννη Μεταξά και τον Ξενοφώντα Στρατηγό. Το φρούριο και τα Γιάννενα παραδίδονται στον ελληνικό στρατό. Η είσοδος στην πόλη, θριαμβευτική. Και ο Μητροπολίτης από το θρόνο του, προσφωνώντας τον Κωνσταντίνο θα πει, “Ήρθες να πραγματοποιήσεις με τη ρομφαία της θείας δικαιοσύνης πόθους αιώνων, πόθους ελευθερίας ενός σκλαβωμένου λαού”. Αλλά η σκέψη του Κωνσταντίνου ήταν στους Βουλγάρους. Πρόβλεπε ότι με αυτούς δεν θα ξεμπλέκαμε χωρίς πόλεμο. Εσάτ πασάς και Βεχήπ μπέης θα μεταφερθούν, ως αιχμάλωτοι πολέμου, στο ξενοδοχείο Μελά, στην Κηφισιά, με όλες τις τιμές και κυρίως τις ανέσεις. Πασάδες απ’ τα’ Άγραφα, πλέον, όπως λέμε!
Κι εμείς, χωρίς ανάσα, και με σεβασμό στην υπομονή του κάθε αναγνώστη, θα αφήσουμε την Ήπειρο στους θρύλους της και θα πεταχτούμε για τελευταία φορά στη νύμφη του Θερμαϊκού, για την οποία η Βουλγαρική αντιπροσωπεία στην προαναφερθείσα Διάσκεψη του Λονδίνου ήταν αδιάλλακτη, “Τη Θεσσαλονίκη ή πόλεμο”! Να πούμε στο σημείο αυτό ότι ο Βενιζέλος, εκεί τότε, για να κερδίσει την εύνοια των Δυνάμεων της Αντάντ στο ζήτημα της Χίου, Σάμου και Λέσβου, είχε υποχωρήσει όσον αφορά στην προσάρτηση της Βορείου Ηπείρου. Και ο ελληνικός στρατός θα την αποχαιρετήσει για πάντα. Κρίμα για εμάς!
“Σκότωσαν τον Γεώργιο”. Η είδηση θα συνταράξει το πανελλήνιο. Το ημερολόγιο έγραφε, 13 Μαρτίου 1913. Πενήντα χρόνια βασιλιάς είχε υπηρετήσει το Έθνος με φρονιμάδα, αγαθότητα και καρτερία. Θα λεχθεί, ότι ο Σχινάς, ο δολοφόνος, ο οποίος πολύ γρήγορα θα αυτοκτονήσει, πηδώντας από παράθυρο όπου κρατείτο, “είχε γίνει όργανο ανθρώπων που ενεργούσαν για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων ξένης Δύναμης“. Δολοφονία μυστήριο, ουδέποτε θα εξιχνιασθεί. Αλλά η ζωή συνεχίζεται και “Ζήτω ο Βασιλεύς”! Ο διάδοχος Κωνσταντίνος δίνει τον νενομισμένο όρκο, με τις πληροφορίες να οργιάζουν, ότι η Τριπλή Συμμαχία – Γερμανία, Αυστρία και Ιταλία – είχε υποσχεθεί στη Βουλγαρία την κατοχή της Θεσσαλονίκης. Ο Βενιζέλος με σωφροσύνη κρίνει ότι πρέπει να συμμαχήσει κατ’ ιδίαν με τη Σερβία. Το σχετικό πρωτόκολλο συμμαχίας θα υπογραφτεί στη Αθήνα, στις είκοσι δύο Απριλίου, από τον σέρβο πρέσβη και τον Κορομηλά. Και ύστερα από εννέα μέρες, στη Θεσσαλονίκη, κλείνεται και η στρατιωτική συμφωνία από τον Ιωάννη Μεταξά (πανταχού παρών) και δύο Σέρβους συνταγματάρχες. Η περίπτωση μοιάζει πως έχομε τα νώτα μας καλυμμένα. Διπλωματική φρενίτιδα σε όλα τα Βαλκάνια. Και ο νέος βασιλιάς, λένε, αφού έκανε το σημείο του σταυρού υπέγραψε τη Συμφωνία. Ο ίδιος φοβόταν Αυστρο-Σερβικό πόλεμο, και τότε η Ελλάδα τι θα έκανε, αφού θα ήταν δεσμευμένη να υποστηρίξει τη Σερβία;
Εδώ Βαλκάνια, λοιπόν! Και η συμφωνηθείσα διαχωριστική γραμμή μεταξύ των ελληνικών και βουλγαρικών στρατευμάτων δεν τηρείται με ευθύνη των δεύτερων. Εκδίδεται διαταγή επιχειρήσεων, με τον τίτλο, “Διαταγή Παρατάξεως”, πάλι με τη γραφίδα του Ιωάννη Μεταξά. Καλύπτονταν και οι πλέον επουσιώδεις λεπτομέρειες. Χαρακτηρίστηκε αριστούργημα τακτικής και επιτελικής πρόνοιας, για να αντιμετωπισθεί ο βουλγάρικος στρατός, τον οποίον οι ξένοι είχαν χαρακτηρίσει σαν Πρώσσους της Ανατολής. Για να αντιμετωπισθεί η άπληστη και άπιστη Βουλγαρία, η οποία τα μεσάνυχτα της δεκάτης έκτης Ιουνίου 1913 εξαπέλυσε γενική επίθεση, χωρίς κήρυξη πολέμου, κατά των ελληνικών και σερβικών θέσεων. Και ο στρατηγός Καλάρης προς τον βούλγαρο φρούραρχο, «Κύριε Διοικητά, Των βουλγαρικών στρατευμάτων αρξαμένων των εχθροπραξιών εναντίον των ημετέρων, λαμβάνω την τιμή να σας παρακαλέσω όπως εντός μιας ώρας από λήψεως της παρούσης εγκαταλείψετε την πόλη της Θεσσαλονίκης». Αρχίζει Ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος.
Οι ελληνικές Μεραρχίες παίρνουν διάταξη μάχης. Κατεύθυνση προς ανατολάς. Στο Ασβεστοχώρι, χωριό έξω από τη Θεσσαλονίκη, είχε πάει εκεί η σύζυγος του θρυλικού Ιωάννη Βελισσαρίου να δει και να ξεπροβοδίσει στη μάχη στο ανατολικό πλέον μέτωπο, τον ήρωα του Μπιζανίου. Και να που φθάνει το τάγμα του. Η γυναίκα επιχειρεί να σταματήσει τον άντρα της να τον αποχαιρετήσει. Ο Βελισσαρίου, κρατάει το άλογο, δείχνει το απέναντι μακρινό χωριό που καπνίζει από τις βουλγαρικές οβίδες και της φωνάζει, “Γυναίκα, δεν έχουμε καιρό για φιλιά, έχουμε να εκδικηθούμε τ’ αδέρφια μας που σφάζει ο Βούλγαρος. Καλή αντάμωση”! (τ’ ακούς Λένα;). “Κάτι μου λέει πως δεν θα τον ξαναδώ”, ψέλλισε η ίδια και απόμεινε βουβή. Και πράγματι δεν τον ξαναείδε. Έπεσε μαχόμενος, στις 12 Ιουλίου 1913, κατά τη διάρκεια της μάχης για την κατάληψη του υψώματος 1378, στα βουλγαρικά σύνορα. Όταν ο Βασιλιάς πληροφορήθηκε το θάνατό του λέγεται πως είπε: «Ήταν επόμενο. Τέτοιοι ήρωες δε ζουν πολύ». Και ο σύγχρονος επισκέπτης στέκεται στη γωνία, στο κέντρο των Ιωαννίνων, και διαβάζει, “οδός Ιωάννου Βελισσαρίου”. Και στις καρδιές μας ο εθνικός ήρωας, ο μαύρος καβαλάρης. Πώς να μη δακρύσεις . . .
Έσφαξαν και τι δεν έσφαξαν οι Βούλγαροι. Αλλά . . . στο Κιλκίς και στο Λαχανά, όπου την κύρια επίθεση είχε πάρει πάνω του ο Βελισσαρίου, εκεί και ο Γεώργιος Κολοκοτρώνης, ο εγγονός του Γέρου του Μοριά, εκεί και το τάγμα των Κρητών. Στη Δοϊράνη στο Μπέλες και στη Στρώμνιττσα. Στα Στενά της Κρέσνας και στο όρος Τεπέ. Στο Δεμίρ Ισάρ και στο Πέτσοβο (δυσκολεύομαι να χρησιμοποιήσω το πληκτρολόγιο από την ταραχή . . .). Στη Τζουμαγιά και στο Ύψωμα 1378. Αχ! και αυτό το μαρτυρικό Δοξάτο. (Θυμάμαι τον συνάδελφο Στέργιο Κοτζάκαρη να μας περιγράφει τις φρικαλεότητες). Εκεί, μέχρι τον ποταμό Νέστο, τα στρατεύματα του Ιβανώφ θα γνωρίσουν τη συντριβή, και θα αναγκαστούν να υψώσουν λευκές σημαίες. Χιλιάδες τα θύματα και από τις δύο πλευρές.
Ξένες Δυνάμεις θα προστρέξουν για αναστολή των εχθροπραξιών. Και ο Βασιλεύς Αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος, από το μέτωπο, να διαμηνύει στον Βενιζέλο, που είναι καθ’ οδόν προς το Βουκουρέστι, «Η ασφάλεια του στρατού μου δεν επιτρέπει αναστολή των εχθροπραξιών». Τελικά θα συμφωνήσει, παίρνοντας και τη γνώμη του στρατηγού Μανουσογιαννάκη, από την πρώτη γραμμή του μετώπου, «Μεγαλειότατε, ο στρατός εκουράσθη. Ένεκα της απωλείας μεγίστου μέρους των αρίστων στελεχών του η μαχητικότης του έχει ελαττωθεί σημαντικώς. Είναι ανάγκη να επιδιωχθεί η σύναψις της ανακωχής». «Και συ διστακτικός, Μανουσογιαννάκη», θα ψιθυρίσει ο Κωνσταντίνος. Αυτά είχαν πει και οι Διοικητές των Σωμάτων στον Τσολάκογλου πριν υπογράψει τη συμφωνία ανακωχής με τους Γερμανούς, στο Βοτονόσι της Ηπείρου, στις 20 Απριλίου 1941, κλείνει η παρένθεση. Και η αντιπροσωπεία μας στο Βουκουρέστι να πλένεται με σουμπλιμέ, διχλωριούχος υδράργυρος, γιατί είχε εκδηλωθεί επιδημία χολέρας. Τι σου είναι αυτοί οι συνειρμοί . . .
Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου, η Συνθήκη Ειρήνης μεταξύ των Βαλκανικών κρατών θα υπογραφεί στις 28 Ιουλίου 1913 (με το παλιό), με την Ελλάδα να φθάνει στην κορυφογραμμή του όρους Μπέλες και στις εκβολές του Νέστου ποταμού.
Και οι δύο μεγάλοι άνδρες της Ελλάδος, το ανεπανάληπτο αυτό ιστορικό δίδυμος, ο πολιτικός άνδρας με την πανευρωπαϊκή αναγνώριση και ο στρατηλάτης, θα σπεύσουν αμέσως μετά την υπογραφή να ανταλλάξουν συγχαρητήρια τηλεγραφήματα:
Κωνσταντίνος προς Βενιζέλο: «Ο Θεός πλουσιοπάροχα ευλόγησε τις προσπάθειές μας. Εν ονόματι του Έθνους σας εκφράζω τις βασιλικές μου ευχαριστίες. Νέα και ένδοξος εποχή ανοίγεται ενώπιόν μας. Η πατρίς σας είναι ευγνώμων».
Βενιζέλος προς Κωνσταντίνο: «Με το ευτυχές τέρμα του δευτέρου πολέμου υπό τον μέγα στρατηλάτη βασιλέα, ο οποίος διά του ξίφους του εμεγάλωσε την Ελλάδα, η φιλτάτη πατρίς καταλαμβάνει την ανήκουσα εις αυτήν θέση στον κόσμο».
Και να μη ξεχνάμε, σε αυτή την εθνική επιχειρησιακή διαδρομή τότε είμεθα μόνοι . . . και τα καταφέραμε. Μόνοι θα είμαστε και τώρα (τώρα που μιλάμε) και πρέπει να τα καταφέρουμε, όσον αφορά στις προκλητικές και έκνομες διεκδικήσεις του Ερντογάν, αν η διπλωματική φρενίτιδα μείνει ατελέσφορη.
5 Οκτωβρίου 2020. Αύριο μας επισκέπτεται η Γιάννα, εδώ στην Καμαρίνα, στο Ζάλογγο. Πιστεύω να με “προσέξει”!
Με αγωνιστικούς χαιρετισμούς,
Γρηγόριος Δημ. Νούσιας – Αεροπόρος.