Στον σύγχρονο δημοκρατικό μας κόσμο, ιδιαίτερα τον δυτικό, αλλά και σύμφωνα με τις διατάξεις του ΟΗΕ, όλες οι κρατικές διαφορές πρέπει να επιλύονται με συζητήσεις και διαπραγματεύσεις, μεταξύ των εμπλεκομένων και στη βάση των προβλέψεων του Δ.Δ. και των διεθνών συνθηκών. Σύμφωνα δε με την άποψη πολλών ειδικών (Π. Κονδύλης, Ι. Χαραλαμπίδης, J. Stavridis κ.α.), αλλά και η ιστορική σχετική εμπειρία έχει αποδείξει, ότι αυτός ο τρόπος επίλυσης των διαφορών γίνεται αποτελεσματικότερος όταν υπάρχει η αναγκαία στρατιωτική ισχύς που θα τον στηρίξει.
Η θέση αυτή φυσικά δεν είναι καινούργια. Ο ιστορικός Θουκυδίδης μας λέει, σε ελεύθερη προσέγγιση, ότι δικαιοσύνη, δηλαδή εφαρμογή των προβλέψεων του Δικαίου, μπορεί να υπάρξει μόνο μεταξύ ίσων σε ισχύ Κρατών. Δηλαδή χωρίς στρατιωτική ισχύ και σχετική ισορροπία σε αυτή, δε μπορεί να έχουμε εφαρμογή των προβλέψεων του Δ.Δ, (Ι. Χαραλαμπίδης), αλλά ο πλέον αδύναμος θα υποχωρεί συνεχώς, αφού αυτό του επιβάλλει η σχετική του αδυναμία(Θουκυδίδης).
Στην Ανατολική Μεσόγειο οι περισσότερες Χώρες ήρθαν σε συνεννόηση, μετά από μακρές συζητήσεις, και εφαρμόζουν τις προβλέψεις του Δικαίου της Θάλασσας, σχετικά με τον χωρισμό των ΑΟΖ. Μία όμως, η Τουρκία, δεν συμφωνει με αυτές τις προβλέψεις και θέλει με την επίκληση της ισχύος της, να τροποποιηθούν και να εφαρμοσθούν όπως συμφέρει την ίδια. Σύμφωνα με το Δ.Δ. και τις προβλέψεις του για την εκμετάλλευση του θαλάσσιου χώρου από τα παράκτια Κράτη, δεν υπάρχει διεθνές όργανο που να εξασφαλίζει ή να επιβάλλει την εφαρμογή του, παρά μόνο η ισχύς κάθε εμπλεκομένου Κράτους (Ι. Μάζης).
Φυσικά αν υπάρχει κοινή βούληση των εμπλεκομένων οι διαφορές πάνε στα όργανα διαιτησίας. Φαίνεται λοιπόν ότι, η πολιτική των «κανονιοφόρων» δεν έχει εγκαταλειφθεί και ο κανόνας: «cannon shot rule» βρίσκει εφαρμογή σε πάρα πολλές περιπτώσεις. Επαναλαμβάνω ότι έχουμε και περιπτώσεις Κρατών που καταφεύγουν πολιτισμένα, στην διεθνή διαιτητική διαδικασία για επίλυση των διαφορών τους, που είναι και η μόνη διαδικασία που προβλέπει και προτείνει, για τις περιπτώσεις αυτές το Δίκαιο της Θάλασσας.
Στην περίπτωση όμως της κυπριακής ΑΟΖ, στην Ανατολική Μεσόγειο, δεν φαίνεται, επί του παρόντος τουλάχιστον, να υπάρχει πρόθεση από πλευράς Τουρκίας, να ενταχθεί σε αυτή την διαδικασία επίλυσης των διαφορών. Αντίθετα έχουμε πλήρη εφαρμογή της διαδικασίας προβολής της στρατιωτικής ισχύος αυτής, απέναντι στα δικαιώματα μιάς μικρής χώρας, χωρίς ιδιαίτερη στρατιωτική ισχύ.
Αυτός είναι ο τρόπος εφαρμογής του Δικαίου της Θάλασσας, όπως τον αντιλαμβάνεται η Τουρκία. Δηλαδή σύμφωνα με το δίκαιο του ισχυροτέρου, που την συμφέρει. Στην περίπτωση δε της Τουρκίας θα πρόσθετα και την ιστορική παράδοση που έχει η Χώρα αυτή στην προβολή ή και την χρήση της στρατιωτικής ισχύος για την εφαρμογή της εξωτερικής της πολιτικής, ανεξάρτητα αν ήταν Οθωμανική Αυτοκρατορία ή σήμερα ως Τουρκική Δημοκρατία, ενταγμένη σε δυτικούς θεσμούς.
Έτσι η πολιτική των κανονιοφόρων είναι εδώ και εφαρμόζεται από την Τουρκία στην κυπριακή ΑΟΖ, επί του παρόντος. Και αυτό γιατί η Χώρα αυτή ανέκαθεν πιστεύει και το δείχνει με κάθε τρόπο, ότι η ισχύς κάθε Κράτους είναι η μόνη σταθερή παράμετρος που μπορεί να εξασφαλίσει την εφαρμογή των προβλέψεων του Δ.Δ. ή να τροποποιήσει αυτές ανάλογα κατά πως την συμφέρει. Θεωρεί δε ότι, για τις περιπτώσεις Κύπρου, Ελλάδος και Λιβύης, σχετικά με θέματα ΑΟΖ, δηλαδή Δικαίου της Θάλασσας, στην Κεντρική και Ανατολική Μεσόγειο, πρέπει να προβάλλει μόνο την στρατιωτική της ισχύ για να πείσει για το δίκαιο των θέσεων της.
Δεν είναι τυχαίο ότι ετοιμάζει νέα δική της βάση στην Λιβύη κατά το παράδειγμα των άλλων που διατηρεί στο Κατάρ και την Αιθιοπία. Γνωρίζει ότι επιχειρήματα όπως ότι τα νησιά δεν έχουν πλήρη ΑΟΖ, έστω και αν αυτά ειναι του μεγέθους της Κύπρου, της Ρόδου και της Κρήτης, δεν έχουν καμία τύχη σε οποιοδήποτε διαιτητικό δικαστήριο. Είναι σαν να αποδεχόμαστε ότι η Αγγλία, η Μάλτα, η Σικελία, η Σαρδηνία και τόσα άλλα μεγάλα και μικρότερα νησιά στον κόσμο, θα έχουν περιορισμένα δικαιώματα στη θάλασσα, παρά τις προβλέψεις του Δ.Δ.
Είναι άξιο επισήμανσης, ίσως και έρευνας, αν οι κυπριακές κυβερνήσεις που ξεκίνησαν τις διαδικασίες για έρευνα και εκμετάλλευση των όποιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην ΑΟΖ του νησιού, έλαβαν υπόψη τους την διαφορά στρατιωτικής ισχύος των δύο μερών, Κύπρου και Τουρκίας. Και αυτό διότι δεν ήταν άγνωστη η συμπεριφορά και στάση της Τουρκίας σχετικά με το Δίκαιο της Θάλασσας σε συνδυασμό με τη χρήση της στρατιωτικής ισχύος.
Η Κύπρος δεν φαίνεται να έχει κάνει κάποιον σχεδιασμό αύξησης της στρατιωτικής της ισχύος από τότε που αποφάσισε να καλέσει εταιρείες για έρευνα και εκμετάλλευση των ενεργειακών της αποθεμάτων. Έστω και στο επίπεδο που θα προβλημάτιζε ή θα έθετε σε σχετική αμφιβολία, την απόλυτη τουρκική στρατιωτική υπεροχή στην περιοχή της, σε συνεργασία και με τις ελληνικές κατάλληλες δυνάμεις.
Φυσικά η εμπλοκή αμερικανικών, γαλλικών και ιταλικών εταιρειών στα «οικόπεδα» της κυπριακής ΑΟΖ, φέρνει στο προσκήνιο την στρατιωτική ισχύ των χωρών αυτών, απέναντι από την τουρκική, αν θέλουν να υποστηρίξουν τα συμφέροντά τους και με τον τρόπο αυτό. Στην περίπτωση αυτή θα έχουμε και πάλι την εφαρμογή του κανόνα που ήδη αναφέραμε, πως όταν η εφαρμογή των προβλέψεων του Δ.Δ. αμφισβητείται, μόνο η στρατιωτική ισχύς μπορεί να την υποστηρίξει.
Υπάρχουν βέβαια και απόψεις πολιτικών μας που πιστεύουν ότι όποιος στηρίζεται μόνο στην ισχύ, χωρίς να υπολογίζει το Δ.Δ. και τις προβλέψεις του, και κυρίως την ηθική του, η μοίρα του είναι προδιαγεγγραμένη και αργά ή γρήγορα θα συντριβεί. Όμως θα έλεγα, ότι εμείς έχουμε ένα παράδειγμα το οποίο, εκτιμώ, ότι θα έπρεπε να μας κάνει πιό συγκρατημένους και πιό σκεπτικούς για το πως, πότε και αν θα έρθει η δικαίωση.
Η τουρκική εισβολή και κατοχή του 37% της Κυπριακής Δημοκρατίας πλησιάζει τον μισό αιώνα και η «Νέμεσις» δεν έχει ακόμα φανεί για να τιμωρήσει αυτούς που με την ισχύ τους δεν σεβάστηκαν, μέχρι και σήμερα, το δίκαιο, τις συνθήκες που έχουν υπογράψει, αλλά ούτε και τις αποφάσεις των πλέον προβεβλημένων διεθνών οργάνων, του ΟΗΕ.
Η επίκληση μόνο του δικαίου από τους πολιτικούς μας άρχοντες, έναντι της ισχύος, δεν συνάδει ούτε με τις απόψεις των αρχαίων Αθηναίων, τους οποίους υποτίθεται ότι μελετάμε και διδασκόμεθα, όπως μας τις μεταφέρει ο Θουκυδίδης στον διάλογο τους με τους Μηλίους. Ο Π. Κονδύλης σημειώνει και μας εξηγεί εύστοχα, κατά τη γνώμη μου, ότι: «…οι Αθηναίοι όταν ζητούν από τους Μηλίους υποταγή, δεν έχουν βεβαρυμμένη τη συνείδηση τους. Δεν πιστεύουν ότι παραβιάζουν τη θεία τάξη γιατί η θεία ή φυσική τάξη, ο εσώτερος νόμος του Όντος, είναι ακριβώς ο νόμος του ισχυροτέρου.».
Η επίκληση λοιπόν, του δικαίου και της δικαιοσύνης μόνο, από τον αδύναμο, μάλλον είναι μοιραίο λάθος. Απ’ ότι φαίνεται η τουρκική ηγεσία έχει μελετήσει πολύ καλά τον Θουκυδίδη και την διαχρονική του αξία που η ιστορία έχει επιβεβαιώσει. Φυσικά και θέλουμε να έχουμε το δίκαιο με το μέρος μας, αλλά είναι ανάγκη να έχουμε και την ισχύ για να το υπερασπιστούμε. Σύμφωνα με τον Καθηγητή Κο Χριστόδουλο Γιαλλουρίδη: «…ο κόσμος δεν είναι δομημένος πολιτικά βάσει των αρχών του δικαίου οι οποίες εφαρμόζονται κατ’ εξαίρεση και επιλεκτικά…». Και συνεχίζει υποστηρίζοντας και αυτός τη θέση του Θουκυδίδη, ότι στις σχέσεις μεταξύ των Κρατών εφαρμόζεται: «…το δίκαιο της ισχύος έναντι της ισχύος του δικαίου…»
Στην περίπτωση των εμπλεκομένων ενεργειακών συμφερόντων Κύπρου, Ελλάδος και Τουρκίας, στην Ανατολική Μεσόγειο, η εικόνα έχει πλέον σταθεροποιηθεί. Η Κύπρος και η Ελλάδα προβάλλουν και επικαλούνται το Δίκαιο της Θάλασσας και τις προβλέψεις του, ενώ η Τουρκία το δίκαιο της στρατιωτικής της ισχύος, προκειμένου να διαμοιράσει την ΑΟΖ της Κεντρικής και Ανατολικής Μεσογείου κατά πως την συμφέρει. Στην προσπάθεια της αυτή εμπλέκει και μία άλλη δικαιολογία, αυτή των δικαιωμάτων των Τουρκοκυπρίων, τα οποία θέλει να υπερασπισθεί μέσα από ένα πολιτικό και θεσμικό πλαίσιο επίλυσης του Κυπριακού προβλήματος, που αυτή θα ορίσει. Η ενδεχόμενη εμπλοκή και της στρατιωτικής ισχύος των Κρατών που εταιρείες τους έχουν αγοράσει δικαιώματα έρευνας και εξόρυξης, μπορεί να περιπλέξουν ακόμα περισσότερο τα πράγματα, μη εξαιρουμένης και της δυναμικής λύσης.
Το βέβαιο είναι ότι οι ενδιαφερόμενες χώρες, έτσι όπως έχουν εξελιχθεί τα πράγματα θα βρεθούν, αναγκαστικά, στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με ειρηνικό ή μετά από δυναμικό τρόπο. Και τότε όμως η στρατιωτική ισχύς κάθε Κράτους θα είναι ένας πολύ σοβαρός παράγοντας που θα βαρύνει στις τελικές αποφάσεις. Η Ελλάδα και η Κύπρος, αν θέλουν να έχουν σοβαρό ρόλο και λόγο, στις εν λόγω ρυθμίσεις, δεν έχουν παρά να φροντίσουν και για την κατάλληλη στρατιωτική τους ισχύ, παράλληλα με τις σωστές και ισχυρές συμμαχίες που έχουν δομήσει στην περιοχή και τις οποίες, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να εμβαθύνουν.
Οι παράγοντες όμως, χρόνος και χρήμα, που εμπλέκονται στην αναβάθμιση της στρατιωτικής ισχύος, δεν είναι με το μέρος των χωρών μας. Οι εξελίξεις είναι δυναμικές και μάλλον έχουν φτάσει σε κομβικό σημείο, έτσι ώστε ο παράγων χρόνος δεν υπάρχει, έστω και αν υπάρχει ο δεύτερος. Η άμεση λύση βελτίωσης της στρατιωτικής μας ισχύος, ίσως, πρέπει να επικεντρωθεί στην εξουδετέρωση των δυνατοτήτων που έχουν οι κλασικές μονάδες ισχύος των Τ.Ε.Δ., ιδιαίτερα των ναυτικών, με σύγχρονη και σχετικά φτηνή τεχνολογία αντί της κλασικής μεθόδου απόκτησης ισόρροπης κλασικής ισχύος.
Οι καλές συμμαχικές σχέσεις με χώρες της περιοχής που διαθέτουν σχετική τεχνολογία, μπορεί να προσφέρουν λύσεις. Αυτό φυσικά δεν πρέπει να σταματήσει τους σχεδιασμούς μακράς πνοής για την συνεργασία Ελλάδος, Κύπρου στον στρατιωτικό τομέα, που σε συνεργασία με φίλες Χώρες θα εξασφαλίσει μελλοντική υπεροχή και ασφάλεια στην Ανατολική Μεσόγειο.
Συμπερασματικά, θα έλεγα ότι η Στρατιωτική ισχύς και οι σχετικές δυνατότητες των εμπλεκομένων χωρών στα ενεργειακά κοιτάσματα της Ανατολικής Μεσογείου, φαίνεται ότι θα διαδραματίσουν σοβαρό ρόλο στον τελικό έλεγχο, διαμοιρασμό και μεταφορά προς τις τελικές αγορές κατανάλωσης.
Αυτό που θα άλλαζε αυτή την προοπτική θα ήταν μόνο ή αλλαγή στάσης της Τουρκίας και η αποδοχή εκ μέρους της των προβλέψεων του Δικαίου της Θάλασσας. Προς το παρόν κάτι σχετικό δεν φαίνεται.
Τέλος, η Ε.Ε., ενώ αναγνωρίζει το δίκαιο της Κυπριακής Δημοκρατίας και με κάποια μέτρα προσπαθεί να συνετίσει την τουρκική παραβατικότητα, δεν προβάλλει μία ενιαία στρατιωτική ισχύ για την επιβολή του Δ.Δ., παρά το γεγονός ότι οι υδρογονάνθρακες της Ανατολικής Μεσογείου, φαίνεται ότι θα αποτελέσουν την εναλλακτική πηγή τροφοδοσίας των αναγκών της.
Αντιπτέραρχος(Ι)ε.α. Ευάγγελος Γεωργούσης
Επίτιμος Δκτης Δ.Α.Ε.
Πρόεδρος Συνδέσμου Αποφοίτων Σχολής Ικάρων