Με αφορμή προηγούμενη ανάρτηση . . . Ένας άλλος Επιτάφιος!
του Απτχου (Ι) Γρηγορίου Δ. Νούσια της 39ης Σειράς Ιπταμένων
Και το ρολόι στον κομό
Ναι . . . αυτό είναι το πραγματικό, το υπάρχον ρολόι, ίσως το μόνο κειμήλιο της πατρικής οικογένειας. Το φύλαγε η μάνα στον κομό, από τότε που ο νοικοκύρης της χάθηκε, τον Γενάρη του .45, χωρίς ποτέ να το είχα δει, ούτε να έχω ακούσει κάτι σχετικό, όπως και οτιδήποτε άλλο που να αναφερόταν σ’ εκείνον. Σιωπή και βουβαμάρα κυριαρχούσαν στην οικογένεια, για δεκαετίες, σαν σε μια εύθραυστη αναμονή της επιστροφής του, μετά την εξαφάνισή του, αφού ποτέ δεν βρέθηκαν τα ίχνη του. Ίσως η πρώτη παιδική εικόνα να είναι αυτή της μάνας δίπλα στο τζάκι να μοιρολογάει. Και μένα, να με συνοδεύει το χαρτί απορίας με την ένδειξη, “ορφανός”. Σε κάποια ηλικία της πέμπτης δεκαετίας βρέθηκα, για πρώτη φορά, στον υποτιθέμενο χώρο της εκτέλεσης, αποκαλούμενο Νταλαμάνι, του ιδίου και πολλών άλλων, χωρίς δίκη και χωρίς καταδίκη. Πλήθος κόσμου. Με κάλεσαν στο βήμα, “Ο πτέραρχος . . . το όνομα του πατέρα του αναγράφεται στη μαρμάρινη στήλη”. Είχα προετοιμαστεί για ομιλία με στημόνι ιστορικές διαδρομές και πραγματικά γεγονότα, και με υφάδι συναισθηματικές αποστροφές. “Και τα κούτσικα δεν ήξεραν ακόμα τη λέξη πατέρα να προφέρουν”, τότε το πρωτοείπα, με κόμπο στο λαιμό, και στην ομήγυρη μακρόσυρτος αναστεναγμός. Τότε ψέλλισα, “ίσως ήμουνα η τελευταία του εικόνα λίγο πριν τις δολοφονικές ριπές, λίγο πριν η ψυχή του φτερουγίσει πέρα απ’ το φεγγάρι και το κουφάρι του κυλίσει σε κάποιο άγνωστο φαράγγι, στα πενήντα επτά του, αφήνοντας επτά παιδιά κι ένα τόσο βιός”. Τότε διευκρίνισα, ότι την ύστατη εκείνη ώρα δεν κρατούσε τη γκλίτσα του, το Ηπειρώτικο σύμβολο της προκοπής και της νοικοκυροσύνης. Την είχε παραδώσει στη δεκάχρονη αδερφή, λίγες μέρες πριν, φεύγοντας καλωδιωμένος για τις κόκκινες ανακριτικές αρχές, λέγοντάς της, “κράτησέ την μέχρι να γυρίσω”. Δεν θα ξαναγύριζε. Τότε και η αποστροφή, “ναι, αντέξαμε, είχαμε μαζί μας τη Θεία Πρόνοια και ουδέποτε επικαλεσθήκαμε τη Θεία Δίκη, ναι, είχαμε και τη βραδινή παράκληση της μάνας, ‘‘αφέντη μ’ Αι Γιάννη (η διπλανή εκκλησία) μη μας ξεχνάς”. Να ήταν και η μάνα να σε άκουγε . . . θα μου πει μια αδερφή μου μετά την ομιλία. Η μάνα όμως είχε “φύγει” δυο χρόνια γρηγορότερα, χωρίς ποτέ να λάβει κάποια εξήγηση για την τόση επιχώρια μνησικακία, πέρα από τις όποιες εγκληματικές ιδεολογίες. Ίσως ακόμα να εισέπραξε και μεταγενέστερες χαιρεκακίες.
Σε κάποιον προγενέστερο χρόνο, επιστρέφοντας στο χωριό από τις εορτές του Σουλίου, με τη στολή του αξιωματικού, κάτι έλαμψε στην όψη της μάνας. Άνοιξε τον κομό, μου έδειξε το ρολόι και μου είπε, “αυτό είναι δικό σου”, και στη συνέχεια πάλι σιωπή . . . ! Ναι, ήταν “το ρολόι του πατέρα”, watch legacy, όπως λέει ο Αλέξανδρος, η μοναδική επαφή μαζί του, από τότε που έφυγε χωρίς να προφθάσει να μας αποχαιρετήσει. Και το συναισθηματικό πλατό, ακόμη και σήμερα, να μοιάζει με έναν αέναο αποχαιρετισμό, χωρίς συγκεκριμένη αφετηρία και χωρίς κάποια συγκεκριμένη μορφή προσώπου, αφού τότε ήμουν κάποιων μηνών. Και πιο κει ένας τάφος να περιμένει. Μεγάλη Παρασκευή σήμερα, και, “ποιος ξέρει, την ώρα αυτή οι ψυχές διψούν και πάνε στης λησμονιάς την πικραμένη βρύση για να ξεδιψάσουν”, κατά τον ποιητή. Ας μη τους λησμονήσουμε και ας είναι όλοι τους αναπαυμένοι. Νότα μνημοσύνης, και στην άκρη της σιωπής ν’ ακούσουμε τη μορφή τους. Μια σιωπή που μοιάζει βάλσαμο ψυχής όταν τα εγγόνια ρωτούν, παππού ποιός ήταν ο μπαμπάς σου; Και πώς να κρατηθείς. Ένας άλλος επιτάφιος. Ευχαριστώ για την επικοινωνία. Ευχές σε όλους.
17 Απριλίου 2020. Γρηγόριος Δημ. Νούσιας – Αεροπόρος.