Ένα φλέγον ζήτημα που αντιμετωπίζει τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα είναι αυτό της παράνομης μετανάστευσης. Το φαινόμενο αυτό επηρεάζει ποικιλοτρόπως την ελληνική πραγματικότητα καθώς έχει κρίσιμες επιπτώσεις τόσο οικονομικές, πολιτισμικές, κοινωνικές ενώ σε ακραίες καταστάσεις μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε πολιτική αποσταθεροποίηση.
Η χώρα μας φαντάζει να υφίσταται μια ιδιότυπη επέλαση λαθρομεταναστών, την μεγαλύτερη ίσως από οποιαδήποτε άλλη χώρα του αναπτυγμένου κόσμου. Αντίθετα με όσα πρεσβεύουν διάφοροι θιασώτες μιας προσχηματικής πολιτικής ορθότητας που αγγίζει τα όρια της λογοκρισίας, η έννοια της «λαθρομετανάστευσης» έχει ουσία και χρηστική αξία γιατί αποτυπώνει εκτός της παράνομης φύσης αυτής και το γεγονός ότι γίνεται κατά βάση εν κρυπτώ (για περαιτέρω επί του ζητήματος, ο αναγνώστης μπορεί να διαβάσει το σχετικό άρθρο του Τάκη Θεοδωρόπουλου, στον αντίστοιχο υπερσύνδεσμο που παρέχεται στη βιβλιογραφία). Η μετανάστευση, η οποία ορίζεται ως η μετακίνηση ανθρώπων σε μία χώρα της οποίας δεν έχουν την ιθαγένεια προκειμένου να εγκατασταθούν εκεί, επηρεάζεται από έναν συνδυασμό οικονομικών, περιβαλλοντικών και κοινωνικοπολιτικών παραγόντων, είτε στη χώρα καταγωγής του μετανάστη είτε στη χώρα προορισμού.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) γενικώς και η Ελλάδα ως κράτος μέλος αυτής, λόγω της σχετικής οικονομικής ευημερίας και πολιτικής σταθερότητας, αποτελεί σημαντικό πόλο έλξης μεταναστών. Η πτώση των σοσιαλιστικών καθεστώτων το 1989 σήμανε την αρχή των παράνομων μεταναστευτικών ροών προς την Ελλάδα. Τα τελευταία όμως χρόνια και ιδίως μετά την εκδήλωση της «Αραβικής Άνοιξης» αλλά και άλλων εστιών αναταραχής σε διάφορα μέρη της Ασίας και της Αφρικής, οι μεταναστευτικές ροές έχουν γνωρίσει μια ανησυχητική αύξηση. Αν και οι παράτυποι μετανάστες διαχωρίζονται από τους πρόσφυγες, πρέπει να τονιστεί ότι αφενός για να υπαχθεί κάποιος στη δεύτερη κατηγορία θα πρέπει να πληροί συγκεκριμένες προϋποθέσεις όπως αυτές προβλέπονται στη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και το Πρωτόκολλο του 1967, αφετέρου ως πρόσφυγας θεωρείται κάποιος έως ότου φθάσει στην πρώτη ασφαλή χώρα που συναντά αφού εγκαταλείψει την δική του. Άρα στην περίπτωση της Συρίας, η χώρα αυτή είναι κατά βάση η Τουρκία.
Όπως και να έχει, ο αριθμός των ατόμων που επιχειρούν να εισέλθουν στην Ευρώπη έχει σημειώσει ραγδαία αύξηση, με την συντριπτική πλειοψηφία αυτών να το επιχειρεί μέσω της Ελλάδας. Πηγές της Ε.Ε. αναφέρουν ότι το 2015 και το 2016 καταγράφηκαν πάνω από 2.3 εκατομμύρια παράνομες είσοδοι σε ευρωπαϊκό έδαφος ενώ το 2018 οι παράνομες συνοριακές διαβάσεις μειώθηκαν στις 150.114 που αποτελεί και τον χαμηλότερο αριθμό των τελευταίων ετών. Βάσει των στοιχείων της Ελληνικής Αστυνομίας, το 2016 οι συλληφθέντες για παράνομη είσοδο στη χώρα έφθασαν τους 204.820, το 2017 τους 68.112, το 2018 τους 93.367 ενώ το πρώτο εξάμηνο του 2019 ανέρχονται σε 39.125, αριθμός που αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά εξαιτίας της εκτόξευσης των μεταναστευτικών ροών τους τελευταίους μήνες συνεπεία της τουρκικής στάσης. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι μόνο τον Σεπτέμβριο οι αφίξεις στα ελληνικά νησιά έφθασαν τις 10.258 (UNHCR, 2019). Οι αριθμοί είναι αποκαλυπτικοί του προβλήματος που ανακύπτει όταν μια χώρα 11.000.000 κατοίκων με πρόβλημα υπογεννητικότητας και γερασμένο γηγενή πληθυσμό, αποτελεί πύλη εισόδου για ένα τεράστιο αριθμό παράνομων μεταναστών. Σύμφωνα με άλλες πηγές, περισσότερα από 1.000.000 άτομα έφτασαν δια θαλάσσης στην Ελλάδα, το διάστημα από το 2015 έως και τον Μάρτιο του 2018 (Σαλτού, 2018).
Η παράνομη μετανάστευση αποτελεί μείζον πρόβλημα και δη πρόβλημα ασφαλείας καθώς δύναται να αποτελέσει μια ασύμμετρη απειλή. Ως ασύμμετρη απειλή, χαρακτηρίζεται η χρήση μεθόδων που στοχεύουν όχι τις ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις του αντιπάλου, αλλά τα μαλακά και τρωτά σημεία, όπως οι κοινωνικές και οικονομικές δομές (Ντόκος, 2008). Ο όρος ασφάλεια αναφέρεται εν προκειμένω τόσο στην παραδοσιακή έννοια της εθνικής ασφάλειας όσο και στην ανθρώπινη ασφάλεια. Η πρώτη έχεις ως αντικείμενο αναφοράς το κράτος και αναφέρεται σε απειλές κατά της κρατικής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας ενώ η δεύτερη έχει ως αντικείμενο αναφοράς το άτομο και περιλαμβάνει καταστάσεις οι οποίες απειλούν την ζωή των πολιτών, πέραν των πολεμικών συγκρούσεων (οικονομική, περιβαλλοντική, προσωπική, επισιτιστική, κοινοτική, πολιτική και υγειονομική ασφάλεια).
Η προέλευση και το φύλο (32% γυναίκες και 68% άνδρες) των παρανόμως εισερχομένων, αποκαλύπτει ότι η συντριπτική πλειοψηφία αυτών είναι νεαροί άνδρες μουσουλμανικού θρησκεύματος, κάτι που σε συνδυασμό με την πρόσφατη ριζοσπαστικοποίηση του Ισλάμ και τις απειλές εναντίον της Δύσης, γεννά υποψίες για τα πραγματικά κίνητρα και προθέσεις πολλών εξ αυτών. Ιδίως για την Ελλάδα που γειτνιάζει με χώρες που «εξάγουν» ριζοσπαστικές ομάδες, η πιθανότητα παρείσφρησης στοιχείων που έχουν ως στόχο την πρόκληση αισθήματος φόβου στις Δυτικές κοινωνίες μέσω τρομοκρατικών χτυπημάτων είναι ιδιαιτέρως αυξημένη. Είναι γνωστό ότι η Πακιστανική Μυστική Υπηρεσία (Inter-Services Intelligence – ISI), έχει ενεργή παρουσία στην κοινότητα των Πακιστανών μεταναστών που κατοικούν στη χώρα μας (Κολομβάκης, 2016). Αυτό σαφώς δεν σημαίνει ότι όλοι οι Πακιστανοί μετανάστες είναι συνεργάτες της, ενδέχεται όμως να υποστηρίξει «τρομοκρατικούς πυρήνες» στην Ελλάδα εναντίον Δυτικών γενικώς στόχων επί ελληνικού εδάφους. Σύμφωνα με τους New York Times (2011), οι Πακιστανικές Μυστικές Υπηρεσίες υποστηρίζουν ενεργά την Al Qaeda.
Επιπροσθέτως, η πιθανότητα προσπάθειας εκ μέρους της Τουρκίας, χειραγώγησης ομόθρησκών της μεταναστών που ευρίσκονται στην Ελληνική επικράτεια, στο πλαίσιο των επεκτατικών της βλέψεων είναι σημαντική. Αυτή η πιθανότητα αυξάνεται από την προσπάθεια της Τουρκίας να διαδραματίσει έναν ηγετικό ρόλο στο σουνιτικό Ισλάμ, παρουσιάζοντας εαυτόν ως προστάτιδα δύναμη των απανταχού σουνιτών και το γεγονός ότι η μεγάλη πλειοψηφία των παράνομων μεταναστών είναι μουσουλμάνοι σουνίτες. Είναι γνωστές εξάλλου οι σχέσεις του τουρκικού καθεστώτος με την οργάνωση των Αδελφών Μουσουλμάνων με ο,τι αυτό συνεπάγεται. Υπενθυμίζεται ότι τη δεκαετία του 1980 ο τότε Τούρκος πρωθυπουργός, Halil Turgut Özal, διακήρυττε ότι «δεν χρειάζεται να κάνουμε πόλεμο με τους Έλληνες. Αρκεί να τους στείλουμε μερικά εκατομμύρια μουσουλμάνους από την από εδώ μεριά και να τελειώνουμε πια με αυτούς».
Οι πρόσφατες απειλές του Τούρκου προέδρου, Recep Tayyip Erdoğan, τόσο προς την Ελλάδα όσο και την Ευρώπη γενικότερα και η εργαλειακή χρήση των μεταναστευτικών ροών για την επίτευξη στόχων της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, καθιστά τις τελευταίες σημαντικό «όπλο» στο πλαίσιο ενός υβριδικού πολέμου. Η δυσχερής οικονομική κατάσταση την οποία διανύει η Ελλάδα έχει οδηγήσει σε αναπτυξιακή οπισθοδρόμηση και εξώθηση των μορφωμένων νέων της χώρας (brain drain) προς αναζήτηση καλύτερης τύχης στο εξωτερικό, στερώντας την έτσι από το πιο παραγωγικό κομμάτι του πληθυσμού. Η παράνομη μετανάστευση οδηγεί στην εισροή μεγάλου αριθμού νεαρών ατόμων χωρίς κάποια ειδίκευση, οι οποίοι στην προσπάθεια τους να εξασφαλίσουν τα προς το ζην είτε πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης ορισμένων επιτήδειων, εργαζόμενοι με εξευτελιστικούς μισθούς, είτε καταφεύγουν σε έκνομες ενέργειες αυξάνοντας κατακόρυφα το δείκτη εγκληματικότητας. Αφενός η μαύρη αυτή εργασία οδηγεί στην ανεξέλεγκτη έξοδο χρημάτων από τους παράνομους μετανάστες προς τις πατρίδες τους και σε διαφυγόντα κέρδη για το κράτος, αφετέρου προκαλεί γενικότερη πτώση μισθών επηρεάζοντας το εισόδημα του υπόλοιπου πληθυσμού.
Η αυξημένη ανεργία, η αρνητική επίδραση σε μισθούς, σε συνθήκες εργασίας και η αύξηση της παραοικονομίας οφείλονται επομένως και σε αυτόν τον παράγοντα. Η Ελλάδα ως γνωστόν είναι μια χώρα που δεν διαθέτει τις απαραίτητες υποδομές ώστε να μπορέσει να συντηρήσει τον αριθμό των ατόμων που μαζικά περνούν τα σύνορα. Δεν διαθέτει επαρκές σύστημα υγείας, παιδείας και δεν υπάρχει η βιομηχανία που θα τους αποκαταστήσει επαγγελματικά. Επιπρόσθετα, η γκετοποίηση μεγάλων περιοχών στον αστικό ιστό με τα συνακόλουθα ζητήματα δημόσιας ασφάλειας και η κατάληψη δημοσίων χώρων δημιουργούν καταστάσεις οι οποίες προβάλλουν μια αρνητική εικόνα που επιδρά δυσμενώς στον τουρισμό της χώρας, ο οποίος αποτελεί βασική πηγή εσόδων αυτής.
Όλα τα προηγούμενα συν την καταπόνηση του κοινωνικού ιστού λόγω πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων, άρνησης κοινωνικής ένταξης και την πίεση των δημοσίων υποδομών στο όριο της θραύσης, προκαλούν την αγανάκτηση των γηγενών, η οποία συνδυαζόμενη με την προαναφερθείσα αύξηση της εγκληματικότητας οδηγεί σε φαινόμενα ρατσισμού και ξενοφοβίας, δημιουργώντας συνθήκες κοινωνικής έκρηξης με απρόβλεπτες συνέπειες. Δεν θα πρέπει να αποκλεισθεί και η περίπτωση όπου μια από τις συχνές συγκρούσεις μεταξύ διαφορετικών εθνικών ομάδων σε κάποια δομή φιλοξενίας όπως η Μόρια ενδέχεται να οδηγήσει σε μαζική «απόδραση» και συνακόλουθη λεηλασία της γειτνιάζουσας περιοχής, μετατρέποντας εν τέλει τις ενδομεταναστευτικές συγκρούσεις σε συγκρούσεις μεταξύ Ελλήνων και μεταναστών.
Η υπογραφή του «Δουβλίνο 2» με την οποία οι παράνομοι μετανάστες επιστρέφονται στη χώρα εισόδου, συνδυαζόμενη με το γεγονός ότι η Ελλάδα αποτελεί την κύρια πύλη εισόδου στην Ευρώπη και την εκπεφρασμένη βούληση Ευρωπαϊκών χωρών όπως η Αυστρία και η Ουγγαρία να απαγορεύσουν την είσοδο μεταναστών στην επικράτειά τους, επιτείνει το πρόβλημα εγκυμονώντας τον κίνδυνο μετατροπής της χώρας σε «αποθήκη ψυχών». Ο επακόλουθος «εγκλωβισμός» μεγάλου αριθμού μεταναστών στη χώρα εγκυμονεί κινδύνους διατάραξης των οικονομικών και εμπορικών δραστηριοτήτων, όπως έχει δείξει η πρόσφατη εμπειρία με τις καταλήψεις σιδηροδρομικών γραμμών και εθνικών οδών.
Το όλο ζήτημα θέτει σοβαρά διλήμματα πολιτικής και στρατηγικού σχεδιασμού καθώς αφενός η Ελλάδα ως κοινωνός των αξιών του ευρωπαϊκού πολιτισμού αλλά και ως κράτος το οποίο δεσμεύεται από συμβάσεις όπως η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. οφείλει να σέβεται και να προστατεύει τα ανθρώπινα δικαιώματα, αφετέρου έχει ευθύνη να προασπίζει το εθνικό συμφέρον, την ασφάλεια και την ευημερία των πολιτών της. Οι δύο αυτές ευθύνες, η ανθρωπιστική και η εθνική, έρχονται συχνά σε αντίθεση, οδηγώντας στην ανάγκη χάραξης μιας πολιτικής τέτοιας που να επιλύει ή να ανακουφίζει το πρόβλημα χωρίς να ακυρώνει την ανθρωπιστική βάση του πολιτισμού μας.
Αναγνωρίζοντας ότι η παράνομη μετανάστευση δεν αποτελεί ένα τοπικού ενδιαφέροντος ζήτημα, η ακολουθούμενη στρατηγική οφείλει να εστιάσει τόσο στο διεθνές όσο και στο εθνικό επίπεδο. Όσον αφορά στο πρώτο, θα πρέπει η Ελλάδα από κοινού με τις χώρες που αντιμετωπίζουν αντίστοιχο πρόβλημα να ασκήσει πίεση στο πλαίσιο διεθνών οργανισμών ώστε να προβούν στην παροχή κινήτρων για την παραμονή ή επιστροφή των παρανόμως εισελθόντων μεταναστών στις χώρες καταγωγής των, διαθέτοντας κονδύλια για την κατασκευή υποδομών και την οικονομική ανακούφιση των εν λόγω χωρών. Η παροχή ανθρωπιστικής και αναπτυξιακής βοήθειας σε συνδυασμό με το σωστό μείγμα πολιτικής αιρεσιμότητας μπορεί να αποδώσει καρπούς.
Στο πλαίσιο της Ε.Ε. θα πρέπει να επιχειρηθεί η σύναψη συμφωνιών επαναπροώθησης των παράνομων μεταναστών με τις χώρες καταγωγής των και να ασκηθεί πίεση για πιστή εφαρμογή της αντίστοιχης συμφωνίας με την Τουρκία. Ταυτόχρονα κρίνεται απαραίτητη η βελτίωση της φύλαξης των εξωτερικών συνόρων της Ένωσης ενισχύοντας τις δυνάμεις της FRONTEX (η οποία συχνά λειτουργεί ως δύναμη υποδοχής και όχι φύλαξης), αλλά και των επί μέρους εθνικών συνοριοφυλακών και λοιπών δυνάμεων αστυνόμευσης με σύγχρονο τεχνολογικό εξοπλισμό βάσει κοινοτικών πόρων.
Η Ελλάδα σε συνεννόηση με τη Μάλτα, την Ιταλία και την Ισπανία οφείλουν να απαιτήσουν ώστε η μεταναστευτική πολιτική να ενορχηστρωθεί σε Ευρωπαϊκό επίπεδο και όχι με αποσπασματικές εθνικές κινήσεις. Με συντονισμένες διπλωματικές ενέργειες, οι προαναφερθείσες χώρες που αποτελούν πύλες εισόδου οφείλουν να επαναδιαπραγματευθούν το «Δουβλίνο 2», αποφεύγοντας τη μετατροπή τους σε «χώρους αποθήκευσης».
Καίριας σημασίας είναι η ελεύθερη ροή της πληροφορίας μέσω της διεθνούς συνεργασίας αστυνομικών αρχών και μυστικών υπηρεσιών, τόσο για την ταυτοποίηση των ατόμων στα σημεία που επιχειρούν να περάσουν στην Ελλάδα και στην Ευρώπη γενικότερα όσο και για τον έγκαιρο εντοπισμό τους, όταν βρίσκονται στις ενδιάμεσες χώρες ώστε μέσω διακρατικών συνεργασιών να επαναπροωθηθούν άμεσα. Η συνεργασία των εν λόγω υπηρεσιών θα πρέπει να εστιάσει και στην εξάρθρωση των διαφόρων κυκλωμάτων δουλεμπόρων και της ανάλογης «βιομηχανίας» που διευκολύνει τις μεταναστευτικές ροές, εμπορευόμενη τον ανθρώπινο πόνο, επιβάλλοντας βαρύτατες ποινές στους παραβάτες.
Σε εθνικό επίπεδο απαιτείται πρωτίστως η δημόσια διακήρυξη της χώρας ότι δεν δέχεται άλλους μετανάστες, η άμεση εξέταση αιτημάτων χορήγησης ασύλου ώστε όσοι δεν πληρούν τις προϋποθέσεις να μην το λαμβάνουν και επιπλέον, στέρηση του δικαιώματος αυτού σε όσους παρανομούν. Η κατασκευή αναχαιτιστικών έργων στα χερσαία σύνορα όπως ο φράχτης του Έβρου, μπορούν να αποφέρουν σημαντικά αποτελέσματα όπως έχει δείξει η εφαρμοσθείσα αυτή τακτική από Ισπανικής πλευράς. Τα όποια εμπόδια όμως θα πρέπει να συνοδεύονται από το αντίστοιχο έμψυχο δυναμικό και σε αυτό το σημείο είναι κρίσιμος ο ρόλος που μπορούν να διαδραματίσουν οι Ένοπλες Δυνάμεις μέσω της κατάλληλης στελέχωσης και οργάνωσης.
Απαραίτητη καθίσταται και η αναθεώρηση του εθνικού θεσμικού πλαισίου διαχείρισης απειλών, το οποίο κρίνεται ανεπαρκές κυρίως σε θέματα συντονισμού και διαχείρισης διατιθέμενων πόρων. Συγκεκριμένα θα πρέπει να γίνουν βήματα προς την ενοποίηση διαδικασιών, την διασφάλιση της άμεσης και αμφίδρομης ενημέρωσης και την εκπόνηση κοινών σχεδίων των διαφόρων φορέων διακυβέρνησης, άμυνας, ασφάλειας και πολιτικής προστασίας με σκοπό την επίτευξη της απαραίτητης ομοιομορφίας που θα επιτρέψει την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη εκδήλωση ενεργειών. Η ίδρυση ενός φορέα με εξειδίκευση στο θέμα της μετανάστευσης, αναμένεται να συμβάλλει στην κατανόηση του ζητήματος με σκοπό την παροχή κατάλληλων συμβουλών στα όργανα λήψης αποφάσεων. Τονίζεται ότι η αποσυμφόρηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου είναι επιτακτική ανάγκη αλλά η διασπορά των μεταναστών στο εσωτερικό της χώρας όχι μόνο δεν αποτελεί βιώσιμη λύση αλλά δημιουργεί σημαντικά ζητήματα ασφαλείας.
Μια βασική αρχή πολέμου είναι η συγκέντρωση και οικονομία δυνάμεων. Καθώς συχνά σε έναν πόλεμο οι διαθέσιμες δυνάμεις και μέσα είναι λιγότερα από τα απαιτούμενα, είναι καίριας σημασίας η συγκέντρωσή τους στο αποφασιστικό θέατρο επιχειρήσεων, την κρίσιμη χρονική στιγμή ώστε να επιτευχθεί ποσοτική υπεροπλία έναντι των εχθρικών δυνάμεων. Στο απευκταίο σενάριο όπου η Ελλάδα θα κληθεί να αντιμετωπίσει μια επιθετική ενέργεια εξ ανατολών, το τελευταίο που χρειάζεται είναι η δέσμευση πολύτιμων δυνάμεων για τη φύλαξη και επιτήρηση μιας σειράς κέντρων υποδοχής διεσπαρμένα ανά την επικράτεια. Η όλη στόχευση επομένως οφείλει να εστιάζει στην άμεση επαναπροώθηση όσων δεν πληρούν τις προϋποθέσεις χορήγησης ασύλου.
Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η παράνομη μετανάστευση αποτελεί ένα μείζον πρόβλημα παγκοσμίων διαστάσεων με πολυποίκιλες αιτίες και επιπτώσεις, οι οποίες επηρεάζουν ένα ευρύ φάσμα κοινωνικοπολιτικών, οικονομικών και πολιτισμικών πτυχών σε κάθε χώρα που υφίσταται και επομένως και στη δική μας. Το φαινόμενο αυτό αναμένεται να συνεχισθεί αν όχι να ενταθεί λόγω της παγκοσμιοποίησης, της οικονομικής ανέχειας και του υπερπληθυσμού των αναπτυσσόμενων και των λιτότερο αναπτυγμένων χωρών, της κλιματικής αλλαγής και πλείστων άλλων παραγόντων. Δεν υποστηρίζεται ότι η Ελλάδα και η Ευρώπη γενικότερα πρέπει να μείνουν απαθείς στις δυσχέρειες που αντιμετωπίζουν τόσοι συνάνθρωποί μας ανά την υφήλιο. Η όποια βοήθεια όμως θα πρέπει να στοχεύει πρωτίστως στην καλυτέρευση των συνθηκών διαβίωσης των ατόμων στις χώρες καταγωγής των ενώ η μετανάστευση θα πρέπει να λαμβάνει χώρα εντός ενός πλαισίου νομιμότητας με καθορισμένες διαδικασίες που θα διασφαλίζουν τη γενικότερη ασφάλεια (κρατική, υγειονομική κ.λ.π.), σεβόμενη πάντα το ανώτατο όριο μεταναστών που δύναται να απορροφήσει κάθε χώρα.
Με απλά λόγια, οι δυνατότητες υποδοχής κάθε κράτους είναι πεπερασμένες και τυχόν υπερβάσεις αυτών λειτουργούν αρνητικά για το επίπεδο ζωής και των γηγενών και των μεταναστών. Οι συνέπειες για την Ελλάδα, αν δεν ληφθούν έγκαιρα τα απαραίτητα μέτρα, αναμένονται να είναι συνταρακτικές καθώς η συνεχιζόμενη οικονομική δυσπραγία, μπορεί να δράσει ως καταλύτης για την εκδήλωση φαινομένων κοινωνικοπολιτικής αποσταθεροποίησης. Τονίζεται ότι έως σήμερα, ένας συντελεστής ισχύος της χώρας έναντι πιθανών αντιπάλων όπως η Τουρκία ήταν η ύπαρξη ενός συμπαγούς εθνικού κορμού. Πλέον, η υπογεννητικότητα και η συνεχής γήρανση του γηγενή πληθυσμού συνδυαζόμενη με τη συνεχιζόμενη και άνευ ελέγχου, μαζική εισροή παράνομων μεταναστών νεαρής ηλικίας οι οποίοι, ειρήσθω εν παρόδω, δύσκολα αφομοιώνονται λόγω του κοινωνικοθρησκευτικού τους υπόβαθρου, εγκυμονεί κινδύνους τόσο για την ισχύ της χώρας όσο και για την πολιτισμική της ταυτότητα.
Σίγουρα ορισμένοι αιθεροβάμονες πιστεύουν ότι όσοι κρούουν των κώδωνα του κινδύνου επί του θέματος, απλά κινδυνολογούν και πολλά από αυτά που γράφονται ή λέγονται φαντάζουν ακραία σενάρια. Ακόμα και έτσι να ήταν (κάτι που διαψεύδει η πραγματικότητα), αυτός ο εφησυχαστικός στρουθοκαμηλισμός αγνοεί ότι τα κράτη που σέβονται την ύπαρξή τους και τους πολίτες τους, σχεδιάζουν με βάση το χειρότερο σενάριο και ελπίζουν για το καλύτερο.