Η περασμένη Παρασκευή υπήρξε μια ημέρα έντονων συναισθημάτων, εξαιτίας της απόφασης του Recep Tayyip Erdoğan να αλλάξει το καθεστώς της Αγίας Σοφίας και να την μετατρέψει σε τζαμί. Στους απανταχού Έλληνες, η πράξη αυτή έφερε στην επιφάνεια αρνητικές μνήμες και τους γέμισε με αισθήματα πικρίας, οργής και αγανάκτησης. Σε αυτό συνέβαλε και η πρόθεση του Τούρκου προέδρου να δώσει έναν τόνο δεύτερης άλωσης του πιο χαρακτηριστικού μνημείου της Κωνσταντινούπολης, του Βυζαντίου και της Ορθοδοξίας γενικότερα. Ένας τόνος προσβλητικός και ασεβής που χαρακτηρίζει διαχρονικά τους εκάστοτε ανίκανους για πολιτισμική δημιουργία που αρέσκονται στην καταστροφή και την βεβήλωση των πολιτισμικών μνημείων των άλλων. Αυτό είναι και μια από τις σημαντικές διαφορές μεταξύ του ελληνικού πνεύματος και της τουρκικής νοοτροπίας, μεταξύ ενός πολιτισμένου όντος και ενός απολίτιστου. Ο πολιτισμένος άνθρωπος δεν θέτει ως προϋπόθεση της άσκησης των θρησκευτικών του υποχρεώσεων, την προσβολή των θρησκευτικών πιστεύω των άλλων. Αναμφισβήτητα η βέβηλη αυτή κίνηση του Erdoğan, εκτός του ότι είναι ένδειξη αδυναμίας και όχι δύναμης, αποτελεί και ένα τραγέλαφο καθώς ο άνθρωπος που φιλοδοξεί να αυτοκυρηχθεί υπέρμαχος του Ισλάμ, γονατίζει σε μια ορθόδοξη εκκλησία, κάτω από τις χριστιανικές αγιογραφίες που άκομψα και κακόγουστα προσπάθησε να καλύψει με κουρτίνες που παραπέμπουν σε τσαντίρι. Τις ίδιες αγιογραφίες που ξεπρόβαλλαν ύστερα από αιώνες κάτω από το στόκο με τον οποίο τις είχαν καλύψει οι νομάδες πρόγονοί του. Και πώς να μην κάλυπταν κάτι τόσο αισθητικά άρτιο αφού αποτελούσε διαχρονική υπενθύμιση της δικής τους ανεπάρκειας; Η Αγία Σοφία δεν είναι απλά ένα αρχιτεκτονικό αριστούργημα, είναι κάτι πολύ παραπάνω. Είναι ένα σύμβολο και ως τέτοιο είναι απρόσβλητο. Οικοδομήθηκε με σκοπό να κάνει αυτό που λέει η ονομασία της, να δοξάζει την σοφία του Θεού και καμία ιστορική ασημαντότητα όπως ο Erdoğan δεν μπορεί να το αλλάξει. Αυτό ακριβώς είναι που δεν κατανοεί ο αμετροεπής Τούρκος πρόεδρος όταν μιλάει για το δικαίωμα της κατάκτησης, ότι είναι άλλο πράγμα να κατακτάς κάτι και άλλο να σου ανήκει πραγματικά.
Εικόνα 1: Η προσπάθεια απόκρυψης των αγιογραφιών στην Αγία Σοφία
Πέραν όμως από τις όποιες συναισθηματικές προσεγγίσεις, γεγονός είναι ότι η Αγία Σοφία έχει καταστεί εργαλείο πολιτικής στους σχεδιασμούς του Erdoğan. Σχεδιασμοί που έχουν μια εσωτερική και μια εξωτερική διάσταση. Ως προς το εσωτερικό, στόχος είναι η υπονόμευση της κεμαλικής κληρονομιάς και της κοσμικής υπόστασης του κράτους. Ως γνωστό η Αγία Σοφία είχε μετατραπεί σε μουσείο με απόφαση του ιδρυτή του σύγχρονου τουρκικού κράτους, Mustafa Kemal, προκειμένου να σηματοδοτήσει την δημιουργία ενός νέου κοσμικού κράτους κατά το πρότυπο των κρατών της Δύσης. Η αναίρεση αυτής της απόφασης αποτελεί ουσιαστικά μια ευθεία επίθεση στο πρόσωπο του Kemal και στο πολιτικό του κληροδότημα. Υπάρχει η άποψη ότι ο Erdoğan είναι ένας μεταρρυθμιστής που έχασε τον δρόμο του. Είναι όμως όντως έτσι;
Ο Erdoğan ανδρώθηκε μέσα στις πολιτικές οργανώσεις του Necmettin Erbakan, ο οποίος υπήρξε ο πολιτικός μέντοράς του. Ο Erbakan από το ξεκίνημα της πολιτικής του καριέρας το 1969, ήταν πολέμιος του κεμαλικού κοσμικού κατεστημένου και το ίδιο έτος δημοσίευσε ένα κείμενο με τίτλο Εθνική Άποψη, το οποίο προπαγάνδιζε τον αντιδυτικό προσανατολισμό της Τουρκίας προωθώντας ταυτόχρονα ένα ιδιότυπο ισλαμικό τουρκικό τζιχάντ. Ένθερμος υποστηρικτής της ιδέας του νεοοθωμανισμού και της διείσδυσης του θρησκευτικού Ισλάμ στην κοινωνία της χώρας, διεμήνυε από τα έδρανα της αντιπολίτευσης την δεκαετία του 1990, ότι σκόπευε να αλλάξει την παραδοσιακή στόχευση της εξωτερικής πολιτικής κάνοντας στροφή προς τις ισλαμικές χώρες, με απώτερο σκοπό τη δημιουργία μιας ισλαμικής κοινής αγοράς και μιας οργάνωσης που αποκαλούσε «ΝΑΤΟ του Ισλάμ». Με την άνοδό του στην εξουσία το 1996, πραγματοποίησε δύο περιοδείες σε ισλαμικές χώρες, κάποιες εκ των οποίων θεωρούντο φανατικές όπως η Λιβύη και το Ιράν, γεγονός που προκάλεσε ανησυχητικά σχόλια τόσο στην Τουρκία όσο και στη Δύση. Ως εκ τούτου το πιο πιθανό είναι ότι ο Erdoğan ποτέ δεν πίστεψε στον δυτικό προσανατολισμό της Τουρκίας. Έχοντας διδαχθεί από την ανατροπή του Erbakan με το βελούδινο πραξικόπημα του 1997, φόρεσε το ευρωπαϊκό κοστούμι που ήταν της μόδας στην Τουρκία την δεκαετία του 1990 και χρησιμοποίησε την λαϊκή απαίτηση για ένταξη στην Ε.Ε. ως όχημα για να αφαιρέσει εξουσίες από τον στρατό που ήταν ο θεματοφύλακας του κοσμικού κράτους. Όταν ιδίως από το 2007 και μετά, άρχισε να παίρνει τα ουσιαστικά ηνία του κράτους από το κεμαλικό κατεστημένο, το ευρωπαϊκό όραμα πήγε στον κάλαθο των αχρήστων. Όπως είχε πει και ο ίδιος σε συνέντευξη, “η δημοκρατία για μας είναι ένα μέσο και όχι ο προορισμός”. Ενδεικτικό είναι ότι λίγους μήνες πριν, σε ομιλία προς στελέχη του κόμματος του (Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης – Adalet ve Kalkınma Partisi, ΑΚΡ) αναφέρθηκε τουλάχιστον δύο φορές σε αυτό ως Κόμμα της Ευημερίας (Refah Partisi). Για την ιστορία αξίζει να αναφερθεί ότι αυτό ήταν το κόμμα του Erbakan που απαγορεύθηκε δικαστικά το 1998 ως απειλή για την κοσμικότητα του κράτους, λίγους μήνες μετά την ανατροπή του τελευταίου. Σημειώνεται ότι ο Erdoğan τον Δεκέμβριο του 1997, είχε απαγγείλει ένα ποίημα του Muhammad Ziya (Gökalp), προσθέτοντας στίχους που ανέφεραν ότι «τα τζαμιά είναι οι στρατώνες μας, οι θόλοι τα κράνη μας, οι μιναρέδες οι ξιφολόγχες μας και οι πιστοί οι στρατιώτες μας». Ειρήσθω εν παρόδω, ο κουρδικής καταγωγής Gökalp (όπως ήταν το καλλιτεχνικό του όνομα) είχε εκδόσει το 1923 το βιβλίο «Αρχές Τουρκισμού», στο οποίο προπαγάνδιζε την κατ’ αυτόν παντουρκική ταυτότητα. Το ίδιο το ΑΚΡ παρά τις αρχικές φιλελεύθερες πολιτικές που εφάρμοσε, θεωρείται ο συνεχιστής ισλαμικών κομμάτων όπως αυτό της Ευημερίας (Refah Partisi) και της Αρετής (Fazilet Partisi) και κληρονόμος της Κίνησης Εθνικής Προοπτικής (National Outlook Movement – Milli Gorus), που στηριζόταν στην επιστροφή στην πνευματική ενδυνάμωση μέσω της θρησκευτικής πίστης.
Τούτων γραφέντων, η απόφαση για την μετατροπή της Αγίας Σοφίας δεν προέκυψε πρόσφατα αλλά πιθανότατα αποτελούσε στόχο του Erdoğan, ο οποίος τυγχάνει να έχει φοιτήσει και σε θρησκευτικό λύκειο (İmam Hatip), από την νεανική του ηλικία. Βάσει της συνταγματικής αναθεώρησης του 2017, ο Τούρκος πρόεδρος επιλέγει άμεσα ή έμμεσα έξι μέλη του Ανώτατου Συμβουλίου Δικαστών και Εισαγγελέων (HSYK), το οποίο είναι αρμόδιο για να διορίζει και να αποπέμπει τους δικαστικούς λειτουργούς. Το κοινοβούλιο, δηλαδή το κόμμα με την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, δηλαδή το κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) εν προκειμένω, επιλέγει τα υπόλοιπα επτά μέλη. Επομένως η απόφαση του τουρκικού Συμβουλίου της Επικρατείας που του άνοιγε τον δρόμο, δεν θα μπορούσε να μην αντανακλά τις απόψεις του.
Η εξωτερική διάσταση των σχεδίων του Erdoğan σχετικά με την Αγία Σοφία, αναλύεται με την σειρά της σε δύο συνιστώσες:
α. Η πρώτη έχει ως στόχο την πρόκληση της Ελλάδας και της Δύσης γενικότερα. Είναι η προσφιλής τακτική της Άγκυρας να παίζει τον ρόλο του κακομαθημένου παιδιού προκειμένου να δοκιμάσει τις αντοχές της διεθνούς κοινότητας και να επιδοθεί σε ένα ανατολίτικο παζάρι για ανταλλάγματα. Απέναντι στην Ελλάδα είναι φανερό ότι η Τουρκία εργαλειοποιεί ιστορικά γεγονότα, σύμβολα και πολιτιστικά μνημεία, κάνοντας χρήση διαφόρων μηχανισμών ψυχολογικού επηρεασμού όπως κακόγουστες τελετές για την επέτειο άλωσης της Κωνσταντινούπολης, με σκοπό να προκαλέσει το κοινό θυμικό των Ελλήνων και ταυτόχρονα να απευθυνθεί στα κατώτερα ένστικτα των Τούρκων υπερεθνικιστών, φανατίζοντας τους και συσπειρώνοντάς τους πίσω από την κρατική ηγεσία. Άλλωστε σε μια χώρα όπως η Τουρκία όπου ο επιθετικός εθνικισμός διατρέχει οριζόντια όλο το κοινωνικό φάσμα, η θρησκοληψία αυξάνεται συνεχώς και η ελεύθερη πνευματική παραγωγή διώκεται, η χρήση «άρτων και θεαμάτων» είναι απαραίτητη για τον αποπροσανατολισμό της μάζας από φλέγοντα καθημερινά ζητήματα όπως η οικονομική δυσπραγία.
Η Άγκυρα προσπαθεί δολίως να παρουσιάσει την ελληνοτουρκική διαμάχη ως ελληνο-μουσουλμανική διαμάχη. Τοιουτοτρόπως επιχειρεί αφενός να αυτοπροβληθεί ως το επίκεντρο του Ισλάμ και αφετέρου να αμαυρώσει την εικόνα της Ελλάδας, φέρνοντάς την σε μια ιδιότυπη αντιπαράθεση με το σύνολο του μουσουλμανικού κόσμου, κρύβοντας τεχνηέντως τις υστερόβουλες ιμπεριαλιστικές της βλέψεις κάτω από τον μανδύα μιας δήθεν θρησκευτικής αντιπαράθεσης. Ακριβώς αυτό το σημείο πρέπει να προσεχθεί από την ελληνική πλευρά καθώς άθελά τους και λόγω συναισθηματικής φόρτισης μπορεί ορισμένοι να παίξουν το παιχνίδι της άλλης πλευράς. Η απολύτως φυσιολογική αγανάκτηση για την εργαλειοποίηση της Αγίας Σοφίας, δεν πρέπει να οδηγήσει σε μια γενική αντι-μουσουλμανική ρητορική, με στοχοποίηση παλαιών τζαμιών ανά την ελληνική επικράτεια. Αν και κατανοητή από συναισθηματικής πλευράς, μια τέτοια λογική «αναλογικής ανταπόδοσης» δεν είναι αποτελεσματική ρεαλιστικά, για τους εξής λόγους:
i. Κατ’ αρχάς δεν υπάρχει στον ελληνικό χώρο κανένα τζαμί και γενικότερα κανένα οθωμανικό αρχιτεκτονικό μνημείο που να μπορεί να συγκριθεί με την Αγία Σοφία τόσο σε επίπεδο συμβολικής όσο και αρχιτεκτονικής αξίας. Ουσιαστικά η όποια προσπάθεια «αναλογικής» ανταπόδοσης θα ήταν προσβολή για τον μεγαλύτερο ναό της Ορθοδοξίας.
`ii. Δευτερευόντως μια τέτοια κίνηση θα ταύτιζε την Τουρκία με το σύνολο του μουσουλμανικού κόσμου, ενώ δεν είναι παρά ένα μικρό τμήμα αυτού, ενισχύοντας έτσι το μεσσιανικού τύπου, αφήγημα της γειτονικής χώρας.
iii. Επιπροσθέτως θα μπορούσε να προκαλέσει τριγμούς στις σχέσεις της χώρας με τον αραβικό κόσμο, με τον οποίο έχει παραδοσιακά καλές σχέσεις. Υπάρχουν αρκετές αραβικές χώρες οι οποίες έχουν συγκρουόμενα συμφέροντα με την Τουρκία και δεν πέφτουν στην παγίδα της παν-ισλαμικής εκστρατείας του Τούρκου προέδρου. Με απλά λόγια, στο πρόσωπο του δεν βλέπουν έναν υπέρμαχο της πίστης όπως επιθυμεί ο ίδιος, αλλά όπως το έθεσε ένας Άραβας αξιωματούχος, βλέπουν τον Οθωμανό διοικητή της Μεδίνας.
iv. Τέλος, είναι ασύμβατη με το διεθνές προφίλ της χώρας. Η Ελλάδα, εκτός του ότι είναι κοινωνός των ευρωπαϊκών αξιών, είναι γνωστή παγκοσμίως ως το λίκνο του δυτικού πολιτισμού και δεν μετέρχεται μεθόδους πολιτισμικής ή θρησκευτικής καπήλευσης. Εν ολίγοις, σε αντιδιαστολή με την Τουρκία, διαθέτει μια μακραίωνη ιστορία λαμπρής πολιτισμικής παραγωγής και όχι ποινικό μητρώο.
β. Η δεύτερη συνιστώσα σχετίζεται με την φιλοδοξία του Erdoğan, να μετατρέψει την Τουρκία σε φάρο του σουνιτικού Ισλάμ, σε ένα θρησκευτικό κέντρο του οποίου τις αποφάσεις θα σέβονται όλα τα ομόθρησκα κράτη. Αυτό θα συνιστούσε μια σημαντική αύξηση της ήπιας ισχύος της γείτονος καθώς μέσω της θρησκευτικής διπλωματίας θα επιχειρούσε να προωθήσει τα εκάστοτε γεωπολιτικά της σχέδια. Σημειώνεται ότι παγκοσμίως, οι σουνίτες αποτελούν το 97% των μουσουλμάνων.
Σε αυτή της την προσπάθεια πνευματικής ηγεμονίας στον χώρο του Ισλάμ, έρχεται σε σύγκρουση κυρίως με την Σαουδική Αραβία και την Αίγυπτο. Η Σαουδική Αραβία πρωτοστατεί στην παγκόσμια παραγωγή υδρογονανθράκων και ως εκ τούτου διαθέτει μεγάλη οικονομική ευμάρεια, ενώ ταυτόχρονα κατέχει παραδοσιακά κεντρικό ρόλο στο Ισλάμ καθώς είναι η χώρα, στην επικράτεια της οποίας βρίσκονται οι δύο ιερότερες πόλεις των μουσουλμάνων, η Μέκκα όπου γεννήθηκε ο Μωάμεθ και η Μεδίνα στην οποία έχει ταφεί.
Η Αίγυπτος με την σειρά της είναι η μεγαλύτερη σε πληθυσμό αραβική χώρα και σύμφωνα με την κατάταξη του Globalfirepower για το 2020 κατέχει την ένατη θέση παγκοσμίως σε στρατιωτική ισχύ (η Τουρκία βρίσκεται στην ενδέκατη θέση). Είναι μια χώρα που βρίσκεται σε στρατηγικής σημασίας θέση και υπό την παρούσα ηγεσία της, φιλοδοξεί να παίξει σημαίνοντα ρόλο στις εξελίξεις τόσο στη Βόρεια Αφρική όσο και στον ευρύτερο αραβικό κόσμο και την ανατολική Μεσόγειο. Ταυτόχρονα αποτελεί σημείο αναφοράς στον χώρο του σουνιτικού Ισλάμ καθώς στο Κάιρο υπάρχει το τέμενος Al-Azhar και το ομώνυμο πανεπιστήμιο που θεωρείται το σημαντικότερο ίδρυμα στον ισλαμικό κόσμο για την μελέτη της σουνιτικής θεολογίας και του ισλαμικού νόμου (Sharia).
Ενώ λοιπόν τόσο η Σαουδική Αραβία όσο και η Αίγυπτος έχουν να επιδείξουν εμβληματικά τεμένη και μουσουλμανικά ιδρύματα, δεν μπορεί να ειπωθεί το ίδιο και για την Τουρκία. Ελλείψει αντίστοιχης αξίας τουρκικών αρχιτεκτονικών οικοδομημάτων και καθώς τα σύμβολα έχουν αξία στην κατασκευή αφηγημάτων, η εργαλειοποίηση ενός αρχιτεκτονικού θαύματος παγκοσμίας φήμης όπως η Αγία Σοφία αποτελούσε την καλύτερη εναλλακτική λύση. Το παράδοξο που προκύπτει από το γεγονός ότι η Αγία Σοφία οικοδομήθηκε ως ναός της Ορθοδοξίας και είναι συνδεμένη με μια χριστιανική αυτοκρατορία, την Βυζαντινή, δεν πτόησε τον Erdoğan. Τουναντίον χρησιμοποίησε το επιχείρημα περί του «δικαιώματος της κατάκτησης» για να σκηνοθετήσει μια δεύτερη άλωση. Στο σκεπτικό του η Αγία Σοφία παίζει το ρόλο του πολύτιμου λάφυρου που πήραν οι «πιστοί» από τους «άπιστους». Μέσα σε όλο αυτό τον θεατρινισμό και τον παραληρηματικό βερμπαλισμό, ο Erdoğan αυτοϋπονομεύθηκε. Δηλώνοντας ότι θα ακολουθούσε το τέμενος του Al-Aqsa, που βρίσκεται στην Ιερουσαλήμ και αποτελεί τον τρίτο πιο ιερό τόπο των μουσουλμάνων, προσπάθησε να περάσει την εικόνα του προστάτη των Παλαιστινίων. Ταυτόχρονα όμως, με την επίκληση του «δικαιώματος της κατάκτησης» αναγνωρίζει αυτόματα στο Ισραήλ την δυνατότητα να μεταχειριστεί τόσο το εν λόγω τέμενος όσο και τον Θόλο του Βράχου κατά το δοκούν, ακόμα και να τα κατεδαφίσει εφόσον βρίσκονται στο ιερότερο σημείο του Ιουδαϊσμού, στο σημείο όπου βρισκόταν ο ναός του Σολομώντα.
9 Μαρτίου 2020 – του Αντισμηνάρχου (Δ) Γεώργιου Παπαπολυχρονίου, της
10ης Σειράς Διοικητικών της Σ.Ι. (αντίστοιχη της 71ης Σειράς Ιπταμένων)
“Οι διατυπούμενες θέσεις ή απόψεις, απηχούν τις προσωπικές θέσεις ή απόψεις του συγγραφέα ”, ΚΟΛ άρθρο 26