«Ο κακός χρόνος περνιέται, ο κακός γείτονας όχι», λέει μία παροιμία μας. Σε αυτή την περίπτωση είμαστε με την Τουρκία και τις εξωφρενικές της απαιτήσεις σε βάρος της χώρας μας.
Η πρώτη φάση της τουρκικής στρατηγικής κατά την πρόσφατη κρίση, που είχε ως βάση την επίδειξη της στρατιωτικής της ισχύος και της πολιτικής αποφασιστικότητας, για να τρομοκρατήσει την αδύναμη, κατά την εκτίμηση τους Ελλάδα και να υποχωρήσει, φαίνεται ότι ολοκληρώθηκε. Ολοκληρώθηκε όμως χωρίς επιτυχία. Πρώτον γιατί δεν μας τρομοκράτησαν. Δεύτερον γιατί διαπίστωσαν μη αναμενόμενη αποφασιστικότητα μέχρι και γενικής στρατιωτικής αναμέτρησης. Και τρίτον η προκλητική της στάση αφύπνισε την Ε.Ε, τις Η.Π.Α., αλλά κυρίως την Γαλλία διότι κατάλαβαν τι διακιβεύεται και αναγκάστηκαν να πάρουν θέση.
Τώρα φαίνεται ότι, περνάμε στην δεύτερη φάση, αυτή των διπλωματικών διαπραγματεύσεων, αν πάνε καλά οι διερευνητικές διαβουλεύσεις, που ήδη έχουν ξεκινήσει, για να καθοριστεί η ατζέντα. Όλα τα σημάδια από Τουρκία και Ελλάδα, δείχνουν ότι και οι δύο Χώρες, επιθυμούν την αποκλιμάκωση και τις συνομιλίες. Η κάθε μία για τους δικούς της λόγους.
Το βασικό ερώτημα που πλανάται είναι αν αυτή η προσπάθεια, θα οδηγήσει σε ουσιαστικό αποτέλεσμα; Και αυτό γιατί από τις σχετικές δηλώσεις που έχουν γίνει μέχρι τώρα, η Χώρα μας τονίζει ότι πάει σε αυτή τη διπλωματική προσπάθεια για την διευθέτηση μόνο του θέματος της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ με την Τουρκία, σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο. Ενώ η Τουρκία θέλει να βάλει στο τραπέζι των συζητήσεων και όλα τα άλλα θέματα που κατά καιρούς απαιτεί από τη χώρα μας. Εμείς να δεχθούμε κάτι τέτοιο δεν υπάρχει περίπτωση διότι θα ήταν εθνική αυτοκτονία, ενώ η υποχώρηση της Τουρκίας και η συζήτηση μόνο του θέματος που αναγνωρίζει η Ελλάδα ως διαφορά, είναι μάλλον δύσκολο, αν όχι απίθανο. Να σκεφθούμε ότι οι ηγέτες της τουρκικής αντιπολίτευσης κατηγορούν τον Ερντογάν ότι δεν έχει ελευθερώσει ακόμα τα 18 νησιά που έχει καταλάβει η Ελλάδα.
Ίσως βοηθούσε (την Τουρκία) για να το διαχειριστεί στο εσωτερικό της, η αποδοχή εκ μέρους μας ενός ακόμα θέματος για συζήτηση, που κατά τη γνώμη μου, αν είμαστε ρεαλιστές, ένα τέτοιο υπάρχει. Και το λέω αυτό γιατί είναι πολύ πιθανό προς αυτή την κατεύθυνση να δεχθούμε «συμβουλές» από συμμάχους και φίλους που θέλουν το «καλό» μας. Είναι το θέμα ταύτισης των χωρικών μας υδάτων για σκοπούς ναυσιπλοίας με αυτά για σκοπούς αεροπλοίας, στο Αιγαίο.(6 και 10 ν.μ.) Είναι καιρός να επιλύσουμε κάτι, που ενώ είχε αντικειμενική αξία τις δεκαετίες του 30 και του 40, πολλά χρόνια τώρα, λόγω των εξελίξεων στην ναυτική και αεροπορική τεχνολογία, μας δυσκολεύει να αιτιολογήσουμε την εμμονή μας για την ύπαρξη του.
Η αιτιολογία ότι, έχουμε δικαίωμα να πάμε στα 12 ν.μ τα χωρικά μας ύδατα, πράγματι, σύμφωνα με το Δ.Δ , υπάρχει ως δικαίωμα. Όλοι όμως ξέρουμε ότι αυτό δεν το δέχονται ούτε εχθροί ,αλλά ούτε και φίλοι μας. Τί εθνική ζημία θα είχαμε αν «υποχωρούσαμε» για σκοπούς ταύτισης στα 9 ν.μ. στο Αιγαίο,αλλά 12ν.μ. στο σύμπλεγμα του Καστελόριζου που δεν φαίνεται να υπάρχει παρεμπόδιση της ναυσιπλοΐας; Ας το εξετάσουν οι ειδικοί.
Επίσης, άξιο παρατήρησης είναι η μεθοδική προσπάθεια της τουρκικής διπλωματίας να πείσει την διεθνή κοινή γνώμη,αλλά κυρίως αυτούς που αποφασίζουν, πόσο αδικείται στο θέμα της ΑΟΖ, στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, αν εφαρμοσθούν κατά γράμμα οι προβλέψεις του Δ.Δ.τ.Θ. για τα νησιά, όπως υποστηρίζουν Ελλάδα και Κύπρος, στη βάση της αρχής της Μέσης Γραμμής. Πιστεύω πως είναι ιδιαίτερα σοβαρό και απαιτεί ανάληψη σχετικής προσπάθειας εκ μέρους μας για ανατροπή ή περιορισμό του κλίματος, αν και δεν είναι εύκολο για ουσιαστικούς λόγους. Σύμφωνα με τους ειδικούς, το ίδιο το Δ.Δ.τ.Θ. δέχεται και τις δύο αρχές για τον καθορισμό της ΑΟΖ, αυτήν της Μέσης Γραμμής(Median Line) και αυτήν της Ευθυδικίας(Equity). Εμείς θέλουμε να εφαρμοστεί η πρώτη, ενώ η Τουρκία την δεύτερη.
Από την πλευρά της Ε.Ε και συγκεκριμένα από την ασκούσα την Προεδρία, Γερμανία, υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον για την έναρξη και διατήρηση των συνομιλιών μεταξύ των δύο χωρών, για τους δικούς της λόγους, κυρίως εθνικούς. Θέλει να αποφύγει την άμεση επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία διότι υπάρχουν πιέσεις από οικονομικούς παράγοντες που έχουν σοβαρές επενδύσεις στη χώρα αυτή. Έτσι θα προσπαθήσει να καλύψει το διάστημα της Προεδρίας της και στην συνέχεια θα παίζει την επιρροή της από άλλη θέση.
Είναι πολύ δύσκολο για τις μεγάλες τράπεζες της Ε.Ε. και τις μεγάλες βιομηχανίες των χωρών της, που όλοι έχουν οικονομικές διασυνδέσεις δισεκατομμυρίων με την τουρκική οικονομία, να δεχθούν εύκολα να υποστεί αυτή μεγάλους κλυδωνισμούς. Εκτιμώ πως ούτε και την ελληνική οικονομία την συμφέρει μία πλήρης κατάρρευση της τουρκικής, αφού είναι πολύ σοβαρές οι μεταξύ μας εμπορικές σχέσεις. Έτσι οι διπλωματικές κινήσεις Ε.Ε., Η.Π.Α. και Ελλάδος σε σχέση με την αλλαγή της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής πρέπει να κινηθούν στου «ξυρού την ακμή». Δηλαδή οι πιέσεις να είναι τόσο ισχυρές για να μεταπιστεί η τουρκική ηγεσία να αλλάξει την πολιτική των κανονιοφόρων, αλλά όχι τόσο που θα προκαλούσαν πλήρη καταστροφή της οικονομίας της Χώρας αυτής. Νομίζω κανείς δεν έχει πρόβλημα με τον τουρκικό λαό και την οικονομία της Χώρας, αλλά με τον τρόπο που πολιτεύονται οι πολιτικές ηγεσίες της, εδώ και πολλά χρόνια τώρα.
Το άλλο θέμα που μπορεί να επηρεάσει την εξέλιξη των συνομιλιών, είναι η εμμονή της Τουρκίας να συνεχίζει τις παράνομες ενέργειες στην ΑΟΖ της Κύπρου. Η κατ’αρχήν μη σύνδεση εκ μέρους μας των δύο περιπτώσεων, Ελλάδος, Κύπρου, αξιολογείται ως σωστή διότι δίνει περιθώριο στην διπλωματία να λειτουργήσει και να φανούν οι προθέσεις της Τουρκίας για κάθε περίπτωση ξεχωριστά.
Όλες οι ενδείξεις λοιπόν, μας λένε ότι, για μία ακόμα φορά, οι συζητήσεις μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας για ρύθμιση της μίας, σύμφωνα με εμάς, ή των περισσοτέρων διαφορών, σύμφωνα με αυτούς, είναι πολύ δύσκολο να οδηγηθούν σε αίσιο τέλος. Είναι δύσκολο να βρεθεί λύση αποδεκτή και από τις δύο Χώρες, αν δεν αλλάξει κάτι στην πολιτική προσέγγιση των τούρκων πολιτικών. Το μόνο που ίσως θα είναι κέρδος είναι ο χρόνος των συζητήσεων και διαπραγματεύσεων. Και όσο περισσότερος είναι αυτός ο χρόνος, απ’ότι φαίνεται, θα συμφέρει όλους τους εμπλεκόμενους (Δήλωση Ιμπραήμ Καλίν σε δημοσιογράφο του SKAI TV την 17/9/20). Εμείς θέλουμε χρόνο για να εντάξουμε τα εξαγγελθέντα εξοπλιστικά μας προγράμματα, τουλάχιστον τα αεροσκάφη, αυξάνοντας έτσι την στρατιωτική μας ισχύ και κατ’επέκταση την αποτροπή μας. Να τρέξουν οι εξελίξεις στις φαρμακευτικές έρευνες για την αντιμετώπιση του COVID-19 για να μπει σε ανοδική πορεία η ελληνική οικονομία. Να έχουμε την χρονική ευχέρεια να πείσουμε τις χώρες της Ε.Ε και όχι μόνο, πως η τουρκική πολιτική στην Ανατολική Μεσόγειο, στην ουσία, δεν είναι απειλή μόνο για την Ελλάδα και την Κύπρο, αλλά κατά του συνόλου των συμφερόντων της Ε.Ε και γενικά της Δύσης, αφού η ίδια απομακρύνεται σταθερά από αυτή.
Η πολιτική της Τουρκίας στην ευρύτερη περιοχή, είναι φανερό ότι στοχεύει στην αλλαγή του ισχύοντος γεωπολιτικού status. Ενα τέτοιο ενδεχόμενο είναι εμφανώς κατά των συμφερόντων των ΗΠΑ και της Γαλλίας, αλλά και άλλων Χωρών της περιοχής, αφού φαίνεται ότι δεν ταυτίζονται με αυτά της Τουρκίας και κυρίως των συμμάχων της. Η επικράτηση της τουρκικής άποψης στην γεωπολιτική σκακιέρα της περιοχής θα φέρει στην Ανατολική Μεσόγειο τον βραχίονα σκληροπυρηνικών μουσουλμανικών Χωρών, όπως του Ιράν και του Πακιστάν. Αυτό σε δυνδυασμό με την ήδη υπάρχουσα ισχυρή ρωσική παρουσία δεν πρέπει να είναι και η πλέον επιθυμητή εξέλιξη για όλη την Δύση. Εξ άλλου η πολιτική ηγεσία της Τουρκίας δεν έχει κρύψει ότι στρατηγικός της στόχος είναι να εξελιχθεί σε πυρηνική δύναμη. Η συνεργασία που ήδη έχει αναπτύξει και με τις τρείς αυτές χώρες, μάλλον μας κάνουν να μη θεωρούμε αυτή την προοπτική ανεδαφική.
Η Τουρκία έχει ανάγκη τον χρόνο για να σταθεροποιήσει την οικονομία της, αντιστρέφοντας την καθοδική της πορεία, όσο αυτό είναι δυνατό. Την ενδιαφέρουν άμεσα τα αποτελέσματα των αμερικανικών εκλογών, η εξέλιξη των οποίων μπορεί να οδηγήσει σε αναθεώρηση αρκετών σημείων της πολιτικής της ή να ισχυροποιήσει ακόμα περισσότερο τον αυταρχικό χαρακτήρα της ηγεσίας της. Ακόμα θα της επιτρέψει να εστιάσει τις προσπάθειές της στις υποθέσεις που έχει εμπλακεί σε Συρία και Λιβύη, λόγω των διαφαινομένων εξελίξεων στις Χώρες αυτές. Και να μη ξεχνάμε ότι, το βασικό πιστεύω όλης της τουρκικής πολιτικής ηγεσίας είναι,πως όσο περνάει ο καιρός αυτοί θα γίνονται ισχυρότεροι, ενώ η Ελλάδα δεν μπορεί να τους φτάσει λόγω αντικειμενικών περιορισμών στα μεγέθη που καθορίζουν την γεωπολιτική ισχύ μιας Χώρας.
Η δε Ε.Ε. πάντα έχει ανάγκη τον επαρκή χρόνο λόγω των ρυθμών της γραφειοκρατίας της, αλλά κυρίως επειδή δεν έχει θεσμοθετημένη κοινή Εξωτερική και Αμυντική Πολιτική. Στην εν εξελίξει κρίση, την διαφορά έκανε η Γαλλία με την πλέον καθαρή στάση της απέναντι στην τουρκική πολιτική των κανονιοφόρων. Φαίνεται ότι κατάλαβε πόσο διακυβεύονται τα γεωπολιτικά της συμφέροντα στην περιοχή.
Στην περίπτωση της Τουρκίας δεν έχουμε κάποια διαφωνία μεταξύ δύο ή και τριών κρατών για τον τρόπο εφαρμογής του Δ.Δ.τ.Θ. αλλά είναι η κλασσική περίπτωση εφαρμογής μιάς εξωτερικής πολιτικής ενός κράτους, των δύο τελευταίων περασμένων αιώνων. Το κράτος που θεωρούσε τον εαυτό του περισσότερο ισχυρό από τους γείτονες του, απαιτούσε υποταγή από αυτούς σε ότι θεωρούσε ότι έχει ανάγκη (Θεωρία του ζωτικού χώρου). Στα πλαίσια αυτής της λογικής, απαιτεί αποστρατικοποίηση των Δωδεκανήσων και όχι μόνο, αλλά διεκδικεί και όσα νησιά δεν αναφέρονται ονομαστικά στις διεθνείς συνθήκες, έστω και αν αυτές οι ίδιες ξεκαθαρίζουν ότι τίποτα δεν της ανήκει πέρα των 3ν.μ. από τις ακτές της στο Αιγαίο. Έτσι ο όποιος διάλογος για υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ είναι από την αρχή ναρκοθετημένος, όπως πάντα. Η, από τον Ερντογάν και όχι μόνο, αναβίωση της οθωμανικής αυτοκρατορικής λογικής, δεν μπορεί να μπεί εύκολα πλέον στους κανόνες του Δ.Δ. και των αρχών του ΟΗΕ, για την επίλυση κρατικών διαφορών.
Το γενικό δίδαγμα που προκύπτει από την τελευταία αυτή παρατεταμένη κρίση με την Τουρκία και, κατά τη γνώμη μου, ανεξάρτητα με το που θα καταλήξουν οι συνομιλίες που αρχίζουν, είναι ότι υπάρχει ανάγκη για τον σχεδιασμό μιας «Στρατηγικής Μακράς Ειρήνης». Μία στρατηγική που όλα τα στοιχεία που θα την συνθέτουν θα πείθουν την Τουρκία για το ανεδαφικό της επιθετικής και προκλητικής πολιτικής της κατά της Χώρας μας. Ένα επί μέρους δίδαγμα αφορά την διαπίστωση πως η έλλειψη ισχυρής στρατιωτικής αποτροπής απέναντι στην τουρκική απειλή, θα αυξάνει κάθετα τον βαθμό πίεσης εκ μέρους της.
Μία βασική συνιστώσα λοιπόν, της «Στρατηγικής Μακράς Ειρήνης» δεν μπορεί να είναι άλλη από την σχεδίαση της μακρόπνοης στρατιωτικής αποτροπής. Μιας στρατιωτικής ισχύος που θα βγάλει από το μυαλό των τουρκικών ηγεσιών την προβολή της δικής τους, ως «διπλωματικό» εργαλείο άσκησης πίεσης.
Μερικές φορές λέμε ότι εμείς δεν θα προκαλέσουμε θερμό επεισόδιο, αλλά θα αντιδράσουμε με αποφασιστικότητα και λογική, αν οι Τούρκοι προκαλέσουν κάτι σχετικό. Αν αυτή η διατύπωση είναι και Στρατηγική επιλογή, κατά τη γνώμη μου, είναι λάθος, αφού δίνει την πρωτοβουλία κινήσεων στον αντίπαλο και με περιορισμένες επιπτώσεις για ότι κάνει, ελαχιστοποιώντας έτσι την αποτροπή μας. Την Τουρκία δεν ενοχλούν τα θερμά επεισόδια, μπορεί να τα διαχειριστεί πολιτικά και επικοινωνιακά. Αυτό που θέλει να αποφύγει είναι έναν ολοκληρωτικό πόλεμο. Αν η Τουρκία έχει πεισθεί ότι υπάρχει ισχυρό ενδεχόμενο, που η στρατιωτική μας ισχύ το επιτρέπει, να αντιδράσουμε, μετά από κάποιο σημείο των εξελίξεων και με ραγδαία κλιμάκωση, μέχρι και γενικό πόλεμο, θα σκέπτεται πολύ τις ενέργειες της.
Κρατώντας για τον εαυτό μας το στοιχείο, χρόνος αντίδρασης και το στοιχείο, βαθμός κλιμάκωσης( Καθ/της Ηφαιστος), στην ουσία απαγορεύουμε να εφαρμοσθούν οι τουρκικοί σχεδιασμοί. Και επειδή θα ήταν λάθος να εμπλακούμε σε μία ανταγωνιστική κούρσα εξοπλισμών με την Τουρκία, η διαμόρφωση της κατάληλης στρατιωτικής ισχύος, απαιτεί μελέτη για τις επιλογές και οπωσδήποτε συμμετοχή της αμυντικής μας βιομηχανίας, αλλά και των σχετικών Α.Ε.Ι και ίσως Α.Σ.Ε.Ι.
Μετά την ισχυρή στρατωτική αποτροπή μακράς διάρκειας, ο δεύτερος άξονας της «Στρατηγικής Μακράς Ειρήνης» δεν μπορεί να είναι άλλος από τις σωστές συμμαχίες, αξιολογώντας πάντα τις γεωπολιτικές εξελίξεις στην περιοχή. Βάσει των σημερινών δεδομένων οι προοπτικές με Αίγυπτο, Ισραήλ, Ιορδανία, Η.Α.Ε. και Σ. Αραβία φαίνονται ιδιαίτερα κατάλληλες για ακόμα μεγαλύτερη εμβάθυνση και στον τομέα της αμυντικής συνεργασίας.
Μία αλλαγή στην αμερικανική πολιτική ηγεσία κατά τις επερχόμενες εκλογές, ενδέχεται να δημιουργήσει προοπτικές στενότερης αμυντικής συνεργασίας με την υπερδύναμη, κάτι που είναι βέβαιο ότι η ελληνική διπλωματία θα μεθοδεύσει.
Βασικό στοιχείο, όμως, αυτού του στρατηγικού σχεδιασμού, πρέπει να είναι η ανάληψη πρωτοβουλιών για την θεσμοθέτηση της Κοινής Αμυντικής και Εξωτερικής Πολιτικής της Ε.Ε. Μία τέτοια εξέλιξη, χωρίς αστερίσκους εφαρμογής, στο ορατό μέλλον, θα σηματοδοτούσε, αναγκαστικά για την Τουρκία και την έναρξη μιάς μακράς περιόδου «ειρηνικών σχέσεων» με την Ελλάδα. Εκτός και αν στο απώτερο μέλλον, δούμε να πραγματοποιούνται τα σενάρια,που σήμερα είναι επιστημονικής φαντασίας, περί διαχωρισμού της Τουρκίας σε δύο, τουλάχιστον κράτη. Το δυτικό με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη, μέλος της Ε.Ε. και του Ν.Α.Τ.Ο. κρίκος του δυτικού συστήματος ισχύος και το ανατολικό με την Αγκυρα, που θα ταυτιστεί σταδιακά και νομοτελειακά, με το βαθύ σουνιτικό ισλάμ.
22 Σεπτεμβρίου 2020 – Αντιπτέραρχος (Ι) ε.α. Ευάγγελος Γεωργούσης
Επίτιμος Δκτης Δ.Α.Ε.
Πρόεδρος Συνδέσμου Αποφοίτων Σχολής Ικάρων