Η ΠτΔ Κυρία Σακελλαροπούλου στην Ιταλία . . .
. . . Συνομιλία με φαντάσματα από το παρελθόν!
Γράφει ο Απτχος (Ι) ε.α. Γρηγόριος Νούσιας της 39ης Σειράς Ιπταμένων της Σ.Ι.
27 Οκτωβρίου 2020
Ντούτσε: Κυρία Πρόεδρος, ίσως θα γνωρίζετε πως το πρόβλημα με τα φαντάσματα είναι ότι εμφανίζονται όποτε το θελήσουν και σε όποιον επιλέξουν, χωρίς καμία δέσμευση και χωρίς κάποιος άλλος να τα αντιλαμβάνεται, έχουν δε μέσα τους το στοιχείο της αυταρέσκειας και μια τάση για αυτολύπηση μαζί, δηλαδή κάτι μαζοχιστικό και εγωιστικό συγχρόνως. Κάπως έτσι με χαρακτηρίζανε, από τη νιότη μου ακόμα, και κάποιοι με είπανε και τρελό, αλλά κανείς δεν επεχείρησε να με γιατρέψει. Θα μου πεις, με ποιόν τρόπο. Ξέρεις, τα παλιά χρόνια στην Τουρκία τους τρελούς τους έδερναν μέχρι να φοβηθούν τόσο πολύ ώστε να μην τολμούν ξανά να φανερώσουν την τρέλα τους. Δεν είναι, όμως, σίγουρο αν και πόσο θα είχε αλλάξει η ανθρώπινη φύση τους στο μεταξύ. Πιστεύω πως η ανθρώπινη φύση είναι κατά βάθος παράλογη σε σημείο που δεν παίρνει γιατρειά. Και εγώ, παρ’ όλο που έδωσα πολλές αφορμές, ήμουν πάντα ελεύθερος για να αυτό-προσδιορίζομαι σε διάφορα πεδία δράσεως και από νωρίς, πολύ νωρίς, εμπέδωσα την προθυμία με την οποία το ανώνυμο πλήθος αγκαλιάζει τις δημαγωγίες και τις απίστευτες θεωρίες. Χαίρομαι αφάνταστα που ως Πρόεδρος της φίλης Ελλάδος επισκέπτεστε τη Χώρα μου.
Πρόεδρος: Με συγχωρείτε, αλλά δεν έχω καταλάβει ποιος ο απροσδόκητος επισκέπτης μου. Και γιατί φοράτε μελανοχιτώνα;
Ντούτσε: Παράλειψή μου! Είμαι η φωνή της Ιστορίας. Είμαι η ενσάρκωση ολόκληρης της Ιταλίας. Ο αντικατοπτρισμός του μεγαλείου και της αμεροληψίας. Ο κόσμος θα πρέπει να δει στο πρόσωπό μου την αποθέωση του ιταλικού ιδεώδους. Ο φασισμός μου δεν ήταν μόνον κοινωνική και πολιτική, αλλά και πολιτιστική επανάσταση. Πίστευα ότι ο πόλεμος είναι για τον άντρα ό,τι και η μητρότητα για τη γυναίκα. Ο στόχος μου ήταν να εμπνεύσω στον Ιταλικό λαό ρατσιστική και αυτοκρατορική νοοτροπία. Όταν ήμουν δάσκαλος και αργότερα απλός δημοσιογράφος, η σκέψη της αυτοκρατορίας δεν περνούσε καν από το μυαλό των Ιταλών. Όταν έγινα “εγώ”, ο Ντούτσε, η αυτοκρατορία έγινε πραγματικότητα, σαν μια κληρονομιά μεγάλη και αθάνατη. Και αυτό χάρις στη νεωτεριστική πολιτική ιδεολογία μου, σύμφωνα με την οποία πρέπει να ενεργείς πρώτα, και ύστερα να συλλογίζεσαι τις συνέπειες των πράξεών σου.
Πρόεδρος: Αυτό το «εγώ», τέλος πάντων!
Ντούτσε: Ναι, είμαι ο Μπενίτο Αντρέα Αμίλκαρε Μουσολίνι. Ξεκίνησα μουγκός, αργότερα έγινα αθεράπευτα φλύαρος, κατέληξα μονόχνοτος, δύστροπος, ακαμάτης, με συλλάβανε ακόμα και για αλητεία. Συναντούσα κάποτε κρυφά, στην Ελβετία, τον αυτοεξόριστο Λένιν, τον θαύμαζα για τα χαρίσματα και τις αρετές του. Προσποιήθηκα ενδιαφέρον για τη φιλοσοφία, αλλά δεν αναγράφεται το όνομά μου σε κανένα μητρώο πανεπιστημίου. Άφησα τη μάνα μου να πεθάνει στη φτώχεια και τον πατέρα μου στη φυλακή. Η γυναίκα μου ήταν νόθο παιδί του πατέρα μου. Και οι αναφορές μου στις σχέσεις του Ιησού Χριστού με τη Μαρία τη Μαγδαληνή με έκαναν διάσημο. Φυλάκισα σχεδόν όλες τις ερωμένες μου. Καταχράστηκα χρήματα για τις προεκλογικές μου εκστρατείες. Και τελικά πήρα την εξουσία μάλλον παράνομα. Όταν δε επέτρεψα τη χρήση περιστρόφων μέσα στο Κοινοβούλιο και κατέλυσα ολοσχερώς το Σύνταγμα και τη Δημοκρατία, όλα αυτά συνέβαλαν τα μέγιστα στην εξύψωση και τον εξευγενισμό των πολιτειακών θεσμών μας. Κατάργησα χωρίς περιστροφές την τοπική αυτοδιοίκηση, το έργο της δικαιοσύνης απλουστεύτηκε με τις παρεμβάσεις μου, και ακόμα κατάφερα να σταματήσω τη ροή της λάβας στην Αίτνα χάρη στην ατσάλινη θέληση που με διέκρινε. Επέβαλα τον ρωμαϊκό χαιρετισμό διότι είναι πιο υγιεινός από τη χειραψία. Για ένα πράγμα μόνον ντρεπόμουνα, για τη φαλάκρα μου, γι’ αυτό άρχισα να ξυρίζω το κεφάλι μου. Και βεβαίως, είχα την καθολική αποδοχή, καθ’ ότι εμείς οι Ιταλοί συγκρατούμε μόνον αυτά με τα οποία συμφωνούμε.
Πρόεδρος: Συμφωνώ για τον χαιρετισμό, εμείς σήμερα παίζουμε αγκωνιές! Αλλά γιατί εισέβαλες στην Ελλάδα;
Ντούτσε: Είναι απλό! Χρειαζόμουνα μια καλή εκστρατεία που θα ένωνε όλους τους Ιταλούς. Χρειαζόμουνα έναν εχθρό για να συντηρήσω τη φόρμα και την ορμή της αυτοκρατορίας μου. Ήξερα, βέβαια, ότι ο Χίτλερ ήθελε την Ελλάδα στον Άξονα. Αλλά, ας λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, από πού και ως πού ήμασταν υποχρεωμένοι να χορεύουμε κατά πώς μας χτυπούσε το ντέφι ο Χίτλερ; Είχε αναστατώσει όλη την Ευρώπη, η αχορταγιά του και η ανευθυνότητά του δεν είχαν όρια. Και σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, παίρνει και τα κοιτάσματα πετρελαίου της Ρουμανίας, χωρίς να μας δώσει ούτε μια τόση δα μερίδα από την πίττα. Το αποκορύφωμα του θράσους, σου λέω. Ναι, συμφωνώ, ο Χίτλερ έφερνε απανωτές εξάρες. Αλλά ήταν αδήριτη ανάγκη να μοιράσουμε τα κέρδη. Να εκμεταλλευτούμε ομότιμα τις περιστάσεις. Έπρεπε να επεκτείνω τα όρια της αυτοκρατορίας μου. Φανταζόμουνα τα μούτρα του Χίτλερ όταν θα μας έβλεπε να μπαίνουμε στην Ελλάδα και να προελαύνουμε ασυγκράτητοι προς Νότο μέσα σε λίγες μέρες. Φανταζόμουνα τον εαυτό μου, επικεφαλής μιας φασιστικής λεγεώνας, να μπαίνω στην Αθήνα και η σημαία μας να κυματίζει στην Ακρόπολη. Είχα τη βεβαιότητα ότι δεν υπήρχαν στον κόσμο στρατιώτες τόσο αποφασισμένοι και τόσο γενναίοι όσο οι δικοί μου. Ο φασισμός, Κατερίνα μου, ξεπερνούσε την πάλη των τάξεων. Ήταν κατά βάση μια αισθητική αντίληψη, με τις ένοπλες δυνάμεις να είναι η λεβεντιά του, εγώ το μυαλό του και ο λαός η φαντασία του. Τίποτε δεν μας σταματούσε.
Πρόεδρος: Ναι, αλλά εγώ, ελληνίδα, λίγα χρόνια αργότερα, δεν γεννήθηκα στην αυτοκρατορία σου, Ντούτσε. Μήπως πιάστηκες κορόιδο;
Ντούτσε: Η επιχείρησή μας χρειαζόταν τη νομιμότητα για λόγους διεθνούς πολιτικής και θέλαμε να εισβάλουμε τη στιγμή που θα είμαστε έτοιμοι. Δεν ήθελα να βρεθώ με κανένα θεόρατο casus belli στα χέρια μου πριν φθάσει η κατάλληλη στιγμή. Είπα, λοιπόν, να βρεθεί ένας αλβανός πατριώτης, να τον δολοφονήσουμε κατά τρόπο που να το φορτώσουμε στους Έλληνες, και ακόμα να βυθίσουμε ένα ελληνικό πλοίο αλλά να μην υπάρχουν αποδείξεις, ώστε να μπορούμε να το ρίξουμε στους Εγγλέζους. Ήταν ένα είδος έξυπνης τρομοκρατίας που θα υπέσκαπτε το φρόνημα των Ελλήνων. Διέταξα επίσης αποστράτευση, ένα κόλπο για να σας καθησυχάσουμε και να χαλαρώσετε την επιφυλακή σας. Και εμείς θα πέφταμε πάνω σας ουρανοκατέβατοι. Δεν θα ξέρατε από πού σας ήρθαμε. Θα ήταν ένα υπόδειγμα blitzkrieg που θα έκανε τον Χίτλερ να σκάσει από τη ζήλεια του. Είχα δε και τις πληροφορίες μου για μαζικές λιποταξίες Ελλήνων στρατιωτών. Ήταν δεδομένο το μίσος για τον βασιλιά και τον Μεταξά. Βέβαια, ο Μπαντόλιο, ο αρχηγός του επιτελείου μου, άρχισε να με κοιτάζει λες και ήμουνα κανένας μουρλός. Αλλά, σκέφθηκα, κάποια μέρα ο ίδιος θα κοιτάξει τη Νέμεση κατάφατσα και τότε θα ανακαλύψει πως το μούτρο της είναι ίδιο με το δικό μου, του Ντούτσε.
Πρόεδρος: Μήπως, Ντούτσε, προετοίμαζες κάποια φαρσοκωμωδία; Τον Τειρεσία τον συμβουλεύτηκες;
Ντούτσε: Από τότε που ο Τειρεσίας είχε την ατυχία να δει την Αθηνά γυμνή, και αυτή φυσικά τον τύφλωσε, θα με κατηγορούσαν για ηθελημένη τύφλα αν έσπευδα να τον συμβουλευτώ. Άλλωστε, ο δικός σας Σωκράτης έχει πει πως το πνεύμα της τραγωδίας είναι το ίδιο με εκείνο της κωμωδίας. Αλλά, κυρία Σακελλαροπούλου, ενστερνισθείτε την ιστορική μου παρακαταθήκη, η Ιστορία πρέπει να γράφεται μονάχα από τις διηγήσεις των απλών ανθρώπων που συμμετέχουν σ’ αυτήν. Είναι η έσχατη αλήθεια. Δυστυχώς ριχτήκαμε στη μάχη με κακούς αρχηγούς, εναντίον ανθρώπων που πολεμούσαν σαν θεοί. Μας είχαν πάρει φαλάγγι οι τσολιάδες, μέχρι που κατέφθασαν οι Γερμανοί από τα Βαλκάνια. Ξέρετε, οι στρατιώτες μου είχαν την πεποίθηση ότι υπηρετούσαν σε στρατό κατοχής, και ότι ο αντικειμενικός τους σκοπός ήταν να υποδουλώσουν τον μοναδικό λαό του οποίου οι πρόγονοι αναγνώριζαν το δικαίωμα οι στρατιώτες να ενσαρκώνουν μια σχεδόν τέλεια μορφή αγάπης. Μακάρι να διέθετα έναν ιερό λόχο. Γιατί τότε, ακόμα και ο πιο φοβητσιάρης θα γινόταν ήρωας γενναίος και ατρόμητος, με λεβεντιά και ακατανίκητο θάρρος. Πολύ με είχε συνεπάρει η αγάπη του Αχιλλέα και του Πάτροκλου. Το βλέμμα σας, κυρία πρόεδρος, μου λέει πως πρέπει να παραδεχτώ ότι η εκστρατεία στην Ελλάδα ήταν ένα φιάσκο, και πως οι άντρες μου δεν ήξεραν τι γυρεύανε στην Αλβανία, και πως κανείς τους δεν ένοιωθε άνετα με αυτή την ξαφνική παλινόρθωση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Πρόεδρος: Νομίζω, Ντούτσε, βιάζεσαι να απολογηθείς. Διακρίνω διάθεση μεταθέσεως ευθυνών. Αυτά είναι ζητήματα που εμπίπτουν στην ετυμηγορία της Ιστορίας. Οι Ερινύες σάς περιμένουν στη γωνία, μόνος σας θα τις αντιμετωπίσετε.
Ντούτσε: Έχεις δίκιο! Μου διέφυγε η πρώην ιδιότητά σου, αυτή του δικαστή, και επομένως για εσένα μετράνε τα πραγματικά περιστατικά. Παραδέχομαι ότι όλη εκείνη η προπαγάνδα μου για τη Μεσόγειο, τη Μάρε Νόστρουμ, μας ξεστράτισε σε ατραπούς στρωμένους με ατιμία και πλεονεξία. Όχι, ο δήθεν Αλβανός πατριώτης, ο Νταούτ Χότζα, δεν δολοφονήθηκε από τους Έλληνες. Σε είκοσι χρόνια φυλακή είχε καταδικαστεί για το φόνο πέντε μουσουλμάνων, ληστείες, εκβιασμούς . . . και αυτόν προσπαθήσαμε να τον παρουσιάσουμε σαν ήρωα. Οι Έλληνες είχαν συλλάβει δύο ανθρώπους για τη δολοφονία του και περίμεναν αίτημα για να τους εκδώσουν. Το θέμα είναι ότι αυτό το περιστατικό απετέλεσε την αφορμή εισβολής. Αλλά μην μπούμε σε τέτοιες λεπτομέρειες. Παραδέχομαι ότι τα σύννεφα ταξιδεύουν πιο αργά από τον άνεμο που τα σπρώχνει. Που σημαίνει, ενώ ο Ντούτσε, εγώ, λαχταρούσα για μια αιφνίδια και κεραυνοβόλα εκστρατεία, οι κανόνες εμπλοκής υπαγόρευαν διαφορετική ρότα και ταχύτητα. Και μια παράκληση, μην με ρωτήσεις για τον τορπιλισμό της “Έλλης”, πονάει η ψυχή μου. Είναι μια ντροπή που δεν ξεπλένεται . . .
Πρόεδρος: Και όμως, ο πρεσβευτής σου στην Αθήνα δεν είχε ιδέα ότι θα γίνει πόλεμος, ως τη στιγμή που ο πόλεμος άρχισε. Ο ίδιος κοκκίνιζε και τραύλιζε όταν ολόκληρη η διπλωματική κοινότητα τον βομβάρδιζε με διαβήματα για να αποφευχθεί ο πόλεμος. Είχατε ζητήσει να σας επιτραπεί να διέλθει ο στρατός σας ειρηνικά και να . . . Ποιός σας είπε, «Όχι»!
Ντούτσε: Τα γεγονότα έχουν όπως τα περιγράφει ο πρεσβευτής μας τότε στην Αθήνα.
Γκράτσι: Το Εθνικό Θέατρο της Αθήνας είχε ανεβάσει τη “Μαντάμ Μπάτερφλαϊ” και είχαν προσκληθεί ο γιός του Πουτσίνι με τη γυναίκα του, φιλοξενούμενοι της ελληνικής κυβέρνησης. Διοργανώσαμε, λοιπόν, μια δεξίωση για τα μεσάνυχτα της 26ης Οκτωβρίου. Ο Μεταξάς και ο βασιλιάς δεν ήρθαν. Προσφέραμε μια πελώρια τούρτα με κέντημα το “Ζήτω η Ελλάδα”. Όταν όμως άρχισαν να έρχονται τα τηλεγραφήματα από τη Ρώμη . . . Ώ, ήταν μια φριχτή κατάσταση. Μου είχε κοπεί το αίμα. Ένοιωθα αμηχανία μπροστά στους Έλληνες. Το τελεσίγραφο του Ντούτσε ήρθε τελευταίο. Πήρα την οδηγία να μην το παραδώσω πριν από τις τρεις το πρωί της 28ης και να περιμένω απάντηση μέχρι τις έξι. Στις 27 του μήνα ο Έλληνας επιτελάρχης κάλεσε τον στρατιωτικό ακόλουθο να αρνηθεί επισήμως ότι τα διάφορα μεθοριακά επεισόδια είχαν κάποια σχέση με την Ελλάδα. Και όταν ο Μοντίνι προσπάθησε να τα μπαλώσει, ο Παπάγος του επέστησε την προσοχή ότι κάθε σπιθαμή των ελληνικών συνόρων φυλάσσεται από Έλληνες πατριώτες που θα χύσουν και την τελευταία σταγόνα του αίματός τους για να υπερασπιστούν την πατρίδα. Ναι, ο Μπαντόλιο δεν τον είχε κρατήσει ενήμερο, και θα μου πει αργότερα πως ούτε ο ίδιος γνώριζε κάτι. Έχει ξαναγίνει άραγε πόλεμος χωρίς να το γνωρίζει ο αρχηγός του στρατού;
Πρόεδρος: Περιμένεις απάντηση;
Γκράτσι: Να προσθέσω, κυρία πρόεδρος, η συνάντησή μου με τον Μεταξά ήταν η πιο δυσάρεστη της ζωής μου. Φθάσαμε στην έπαυλή του στην Κηφισιά, ένα σεμνό μικρό κτίριο, με το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Μοντίνι, γύρω στις τρείς. Ο Μεταξάς άνοιξε μονάχος του την πόρτα. Κοντούλης και φαινόταν κουρασμένος. Πάνω από τις πυτζάμες φορούσε μια ρόμπα. Ήταν τίμιος πολιτικός. Ποτέ και κανείς δεν τόλμησε να τον κατηγορήσει για διαφθορά. Όλη η συζήτησή μας έγινε στα γαλλικά. Πήρε το χαρτί από τα χέρια μου, το διάβασε αργά, ξανά και ξανά . . . «Η Ιταλία δεν μπορεί να ανεχθεί άλλο αυτή την κατάσταση . . . Η ιταλική κυβέρνηση ζητάει από την ελληνική κυβέρνηση να μην αντιταχθεί σ’ αυτή τη στρατιωτική εγκατάσταση και να μη φέρει εμπόδια στην ελεύθερη διάβαση . . . Τα ιταλικά στρατεύματα δεν έρχονται ως εχθροί του ελληνικού λαού και η ιταλική κυβέρνηση επ’ ουδενί επιθυμεί να θίξει την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ελλάδος». Τα γυαλιά του Μεταξά θόλωσαν. Τα μάτια του δακρυσμένα. Κι εγώ, ο πρέσβης της Ιταλίας στην Αθήνα, ντροπιασμένος γι’ αυτή την τρέλα, ήθελα να βάλω τα κλάματα. Σήκωσε τα μάτια και κουνώντας το κεφάλι, λέει, Alors, c’ est la guerre (λοιπόν, έχουμε πόλεμο). Δεν είπε «όχι». Αλλά το νόημα ήταν το ίδιο. Είχε το ίδιο αποτέλεσμα, την ίδια αποφασιστικότητα, την ίδια αξιοπρέπεια. Ο άνδρας μού είχε μιλήσει με τη φωνή του λαού της Ελλάδος. Ήταν η καλύτερη στιγμή για την Ελλάδα και η χειρότερη για τη χώρα μου, που βίωνα.
Πρόεδρος: Και αντί για περίπατο στην Ελλάδα, Ντούτσε, . . . τι;
Ντούτσε: Θα σου τα πει καλλίτερα ο Φραντζέσκο. Έζησε το φιάσκο!
Φραντζέσκο: Η τρομακτική αίσθηση της προδοσίας είχε φωλιάσει στις καρδιές όλων μας εκεί στα βουνά της Ηπείρου. Βρεθήκαμε να συμμετέχουμε σε μια επίσημη συνωμοσία με “ελληνικές” δήθεν παρενοχλήσεις εναντίον μας, ώστε να δώσουμε στον Ντούτσε την απαραίτητη αφορμή για να κηρύξει πόλεμο στην Ελλάδα. Πολλά από τα συνοριακά μας φυλάκια δέχτηκαν επιθέσεις από στρατιώτες δικούς μας ντυμένους με στολές του ελληνικού στρατού. Μας είχαν πει ότι οι Έλληνες ήταν φοβισμένοι και διεφθαρμένοι, ότι θα λιποτακτούσαν, και ότι επρόκειτο για πόλεμο – αστραπή που θα τελείωνε πριν καλά-καλά αρχίσει. “Σε δύο εβδομάδες στην Αθήνα”, μας έλεγαν. Είναι πράγματι γλέντι να περνάς τα σύνορα μιας ξένης χώρας χωρίς αντίσταση, και ομολογώ θα μου άρεσε να νοιώσω ότι είμαστε οι νέοι λεγεωνάριοι της νέας αυτοκρατορίας. Πολύ θα ήθελα να καμάρωνα για τη συμμετοχή μου στον ατσάλινο Άξονα. Όμως, οι Έλληνες δεν λιποτάκτησαν. Οι επικοινωνίες μας, από την πρώτη γραμμή με τα μετόπισθεν, κόπηκαν πριν ακόμα πέσει ο πρώτος πυροβολισμός. Και οι Βούλγαροι δεν είχαν σκοπό να πολεμήσουν στο πλευρό μας, όπως μας έλεγαν. Περπατούσαμε με ασταμάτητη βροχή, σέρναμε τα βήματά μας στη λάσπη, τα πάντα κλειστά από την ομίχλη. Πάγος, πείνα, ψείρες . . . Ο μόνος δρόμος που βλέπαμε ανοιχτό μπροστά μας, ήταν να περάσομε τα σύνορα, να μπούμε στο ελληνικό έδαφος και να ενωθούμε με τους αντιφασίστες συμμάχους. Οι Έλληνες είχαν καταφέρει να μας παρασύρουν σε σημεία εκτεθειμένα. Δεν ξέραμε πότε θα μας ριχτούν και από πού. Τα χάσαμε με τον ηρωισμό των αόρατων Ελλήνων. Μας πολυβολούσαν και σκόρπιζαν το θάνατο στις γραμμές μας, για να γίνουν την επόμενη στιγμή και πάλι αόρατοι. Ναι, “Στην Αθήνα σε δυο χρόνια”, ήταν πλέον το σύνθημά μας! Όλοι οι αρχηγοί μας ήταν ακίνδυνες φούσκες, με πρώτο και καλλίτερο τον Μουσολίνι που τους είχε διαλέξει. Αντιμετωπίζαμε κόλαση από πυροβόλα, μυδραλιοβόλα και όλμους. Πολλές φορές πολεμούσαμε και οκτώ ώρες χωρίς διακοπή. Ασταμάτητες μάχες εκ του συστάδην. Χάσαμε εκατοντάδες άνδρες. Τα βουνά μεταμορφώθηκαν σε μια απέραντη συνάθροιση νεκρών. Και αυτά τα κρυοπαγήματα . . . Ώ, πόσοι ακρωτηριασμοί στα χειρουργεία εκστρατείας. Οιμωγές και γογγυσμοί να σου ματώνουν την καρδιά. Καταρρέαμε από εξάντληση και θλίψη. Όλοι μας στο χείλος της τρέλας. Βαθύ σκοτάδι μας είχε τυλίξει. Δεν ξέρω αν και πότε ξαστέρωσε. Πάντως, λίγο πριν ξεψυχήσω, άκουσα ότι οι Έλληνες είχαν φθάσει στο Αργυρόκαστρο, την Κορυτσά, τους Αγίους Σαράντα, την Κλεισούρα και το Τεπελένι. Όχι, δεν μισούσαμε τους Έλληνες. Τους πολεμούσαμε για λόγους ανεξήγητους και, προφανώς, άτιμους.
Ντούτσε: Ίσως υπερβάλει ο Φραντζέσκο, αλλά δες τι είχε γράψει από το μέτωπο, «Αγαπημένη μου μάνα, μπήκα σ’ αυτόν τον πόλεμο αθώος και αφελής. Τον αφήνω τόσο φοβισμένος, τόσο τρομαγμένος, που στ’ αλήθεια δεν λυπάμαι που πεθαίνω. Νοιώθω σαν να ‘χω πεθάνει εδώ και μήνες. Μην απογοητευθείς αν δεν με αναγνωρίσεις, το κρανίο μου θα είναι θρυμματισμένο από ελληνική οβίδα. Φριχτές πολεμικές ωμότητες. Ίσως είναι η εκδίκηση των άδικο-βασανισμένων. Ίσως είναι η ελληνική “κάθαρση”. Φιλώ τις αγαπημένες αδερφές. Σ’ αγαπώ με όση δύναμη μου απέμεινε. Πες στη γυναίκα μου ότι τη σκέφτομαι και την έχω στην καρδιά μου φλόγα αναμμένη. Μην στενοχωριέσαι, μάνα. Και να θυμάσαι, στον πόλεμο πήγα ρομαντικός. Έτσι ήθελα και να γυρίσω. Δεν μου το επέτρεψαν. . . ! Φραντζέσκο».
Πρόεδρος: Πού καταλήγουμε, Ντούτσε;
Ντούτσε: Ναι, χάσαμε όλες τις μάχες με τους Έλληνες. Έσωσε την τιμή μου ο Φύρερ. Μας έσωσαν οι Γερμανοί που εισέβαλαν από τη Βουλγαρία. Άνοιξαν δεύτερο μέτωπο που οι αντίπαλοί μας δεν είχαν πια δυνάμεις για να το υπερασπιστούν. Και να παραδεχτώ πως ήταν μια τραγική στιγμή για την Ελλάδα ο θάνατος του πρωθυπουργού Ιωάννη Μεταξά στις 29 Ιανουαρίου 1941, σε μια τέτοια συγκυρία. Άλλαξε ο ρους της ιστορίας για την Ελλάδα και για όλους μας. Παραδέχομαι, επίσης, ότι πολεμήσαμε, ξεπαγιάσαμε και σκοτωθήκαμε για χάρη μιας αυτοκρατορίας που δεν είχε κάποιο ιδιαίτερο νόημα. Και ο έντιμος Μπαντόλιο θα με εκδικηθεί με τη μυστική ανακωχή που υπέγραψε με τους Συμμάχους όταν με καθαίρεσε ο βασιλιάς Βιττόριο Εμμανουέλε Γ’, μετά από πρόταση του Κόμματός μου, παρακαλώ, του “Μεγάλου Φασιστικού Συμβουλίου”, τον Ιούλιο του .43. Κατάντια, σου λέω! Πολύ αργότερα, τον Απρίλιο του .45, θα με κατακρεουργήσουν οι παρτιζάνοι. Ηρέμησα . . .
Πρόεδρος: Παραδοχή ήττας! Και ποιος κέρδισε εκεί τότε . . .
Ντούτσε: Κυρία Σακελλαροπούλου, εκεί τότε, στα ελληνο-αλβανικά βουνά, στον πόλεμο του .40, διαπίστωσα ότι ο Έλληνας έχει μια αρετή που τη λέτε “σωφροσύνη”. Είναι αυτή που αποσκοπεί στο σεβασμό των ορίων του ατόμου και του έθνους. Έκανα την υπέρβαση και παραδέχτηκα ότι ο Έλληνας, από την ηγεσία μέχρι τον τελευταίο τσολιά, αποφεύγει τις υπερβολές. Ξέρει τα όριά του. Καταπνίγει τη βιαιότητα μέσα του. Αναζητά την αρμονία και καλλιεργεί την αίσθηση του μέτρου. Τρέφει μια καχυποψία απέναντι στον ίδιο του τον αυθορμητισμό, καθώς και στην έμφυτη τάση του για τις αλλαγές απλά και μόνο χάρη των αλλαγών. Και προ παντός, ασκείται στην αυτοπειθαρχία για να αποφεύγει τα παρορμητικά παραστρατήματα. Ίσως αυτά τα λέω και ως διατύπωση ευχής. Δεδομένος, πάντως, πέρα από κάθε αμφιβολία, είναι ο “πατριωτισμός” τού Έλληνα. Αν αναγκαστεί, πολεμάει τίμια και ανθρώπινα.
Πρόεδρος: Με προβληματίζουν οι υπερβάσεις σου . . .
Ντούτσε: Σωφροσύνη, λοιπόν, και πατριωτισμός. Αυτά κυρίως με νίκησαν τότε. Αυτά θα νικήσουν και τις σημερινές τρέλες του Ταγίπ. Αυτός που, με τη μανιώδη εξάρτηση από την πολιτική εξουσία, προσπαθεί να με μιμηθεί σε όλα, στους σκαμπρόζικους και ανερμάτιστους βερμπαλισμούς, στο στήσιμο συνοριακών επεισοδίων για τα οποία πάντα ευθύνεται τάχα η Ελλάδα, στις παράλογες διεκδικήσεις, τις άθλιες προκλήσεις και τους νέο-Οθωμανισμούς του. Και μάλλον ταιριάζουμε και στην αναποτελεσματικότητα. Ίσως, ακόμα, ο ίδιος δεν γνωρίζει ότι τους αλαζόνες αργά ή γρήγορα η ζωή τους ταπεινώνει. Άραγε, σε ποιόν “Φύρερ” υπολογίζει πως θα τον σώσει, πριν καταλήξει ένας βερέμης πολιτικός;
Πρόεδρος: Δηλαδή, Ντούτσε, κάποιες συγκεκριμένες ενοχές που θα ήθελες να εξομολογηθείς;
Ντούτσε: Ξέρεις, εγώ, που με θαύμαζε, εκτός από τον Τσώρτσιλ, και ο δικός σας Νίκος Καζαντζάκης, μάλιστα σε μια επιστολή του γράφει στη γυναίκα του Γαλάτεια, “Ο φασισμός είναι ένα μεγάλο κοινωνικό, όχι μονάχα πολιτικό, ρεύμα που παρασύρει την νεολαία όλης της Ιταλίας . . . Ο Μουσολίνι είναι ίσως πολύ μεγαλύτερος απ’ ότι ως τώρα συνηθίσαμε να τον θεωρούμε” , ίσως δεν το έχετε συνειδητοποιήσει, αλλά θεωρώ πως είμαι ο ηθικός αυτουργός για τα όσα εμφυλιοπολεμικά ακολούθησαν. Ήταν αληθινή ελληνική τραγωδία, το ότι η Ελλάδα, μετά τον άδικο πόλεμο που της κήρυξα και την αναίσχυντη τριπλή κατοχή, βρήκε στο διάβα της την κομμουνιστική ανταρσία. Στο όνομα μιας ανθρώπινης, κατά τα άλλα, ιδεολογίας, που ποτέ και πουθενά δεν εφαρμόστηκε, που όμως είχε προσελκύσει τους χειρότερους τυχοδιώκτες και τους περισσότερους εγκληματίες, για μια νοθευμένη, θα έλεγα, κοινωνική δικαιοσύνη, κάποιοι δικοί σας κατακρεούργησαν τους φιλότιμους Έλληνες και ερείπωσαν την Ελλάδα. Σε καμία άλλη χώρα της Ευρώπης δεν συνέβη κάτι παρόμοιο. Κρίμα . . .
Πρόεδρος: Αγαπητέ Ντούτσε, χάρηκα για τις Ερινύες που σε συντροφεύουν και ευχαριστώ για τα μαθήματα ήθους.
Ντούτσε: Κατερίνα, ως πρώην δικτάτορας, θα μου επιτρέψεις να έχω την τελευταία λέξη. Σεις, οι κατά τα άλλα σώφρονες Έλληνες, έχετε μπολιαστεί πριν αιώνες και με τις ιδιότητες του Ρωμαίου, με τις ιδιότητες δηλαδή μιας αυτοκρατορίας που σκλάβωσε έθνη ολόκληρα αδιαφορώντας για τα ήθη και την ηθική τους, και έτσι γίνατε με τον καιρό “Ρωμιοί”. Πολλές φορές, λοιπόν, ακόμα και σήμερα, ο “ρωμιός” ξυπνάει μέσα σας και γίνεστε τυχοδιώκτες, όλα για τη δύναμη και το χρήμα, με αποφάσεις που στηρίζονται στην παρόρμηση και στο ένστικτο. Και δεν είναι λίγες οι φορές που οι συμπατριώτες σου τα έχουν θαλασσώσει από ξέχειλες ιδεοληψίες και περίσσευμα πολιτικομανίας. Μη σας διαφεύγει, λοιπόν, ότι τα σύννεφα ταξιδεύουν πιο αργά από τον άνεμο που τα σπρώχνει. A r r i v e d e r c i !
Η κυρία πρόεδρος πήρε το δρόμο της επιστροφής, με τις απόμακρες μελωδίες του μαντολίνου του λοχαγού Κορέλι να τη συνοδεύουν, και η ίδια να ψελλίζει, “Οι Έλληνες, όταν πρέπει, ξέρουμε να λησμονούμε. Είναι και αυτό μια από τις αρετές μας”. Αλλά στο επόμενο βήμα θα θυμηθεί κάτι που διάβασε με την ανάληψη των καθηκόντων της, “Ένα Έθνος οφείλει να θυμάται το κακό και την αδικία, γιατί έτσι δημιουργεί την ιστορία του”.
Παραμονή της επετείου του “ΟΧΙ”. Χρόνια Πολλά, σε όλους!
Γρηγόριος Δημ. Νούσιας – Αεροπόρος.